Λιμάνι

9 3 5
                                    

Καθόμουν και κοιτούσα την θάλασσα.

Ήμουν στην άκρη του βουνού. Στην άκρη του γκρεμού.

Το φόρεμα μου ήταν λεπτό και παλιό για να με κρατήσει ζεστή. Η ζακέτα μου δεν βοηθούσε πουθενά. Μα τι να κάνουν τα ρούχα αν μέσα μου νιώθω κενή; Αν δεν νιώθω πια;

Τα πόδια μου, ξυπόλητα, κρέμονταν στην άκρη του γκρεμού.

Και η εικόνα μου έμοιαζε με ένα αδειανό λιμάνι σε ένα ξεχασμένο νησί που το εγκατέλειψαν οι κάτοικοι του σε καιρούς πολέμου.

Αγνάντευα την θάλασσα. Τα κύματα μου κρατούσαν συντροφιά.

Ένιωθα μόνη, ήμουν μόνη.

Περίμενα. Πάντα περίμενα.

Έκανα όνειρα την μία στιγμή και την άλλη ήμουν κενή, χωρίς σκέψεις, χωρίς συναίσθημα μέσα μου.

Ήθελα να γίνω ένα με την θάλασσα.

Δεν ξέρω, να πέσω ή να της μοιάσω.

Περνούσαν διάφορες σκέψεις απ' το μυαλό μου, αλλά ήμουν κενή.

Το κενό με χαρακτηρίζει μάλλον.

Τα όνειρα είναι όνειρα. Σχεδόν ψεύτικα. Σχεδόν εξωπραγματικά.

Άδειες ελπίδες, κενές και αυτές.

Έχω σταματήσει να έχω ελπίδες.

Και έτσι έμεινα ένα άδειο λιμάνι χωρίς ψυχή, κενό.

Dead PoetryWhere stories live. Discover now