~5~

1.9K 195 11
                                    

Την επόμενη μέρα

Ο πρίγκιπας κρατούσε στο δεξί του χέρι το ξίφος του. Το αριστερό του βρισκόταν πίσω από την πλάτη του. Τα πόδια του ακουμπούσαν γερά πάνω στο γρασίδι του κήπου.
Με επιδέξιες κινήσεις επιτίθονταν στο δάσκαλο του. Έφερε το ξίφος του σε επαφή με του αντιπάλου του και με μία κίνηση κατάφερε να τον αφοπλίσει, αφήνοντας τον έκπληκτο.

Αν και αρκετά μεγαλύτερος και πιο μεγάλος γνωστής της τεχνικής και ιστορίας των ξιφών. Ο δάσκαλος έχασε για άλλη μια φορά από τον πιστό μαθητή του.

"Λοιπόν, πρίγκιπα μου, τι θα λέγατε να ανταλλάξουμε θέσεις; Νομίζω πως σαν δάσκαλος θα τα πηγαίνατε καλύτερα από ότι εγώ" ο δάσκαλος είπε περιπεκτικά και σήκωσε το ξίφος του από το έδαφος.

"Αν δεν είχα έναν τόσο καλό δάσκαλο δεν θα είχα φτάσει μέχρι εκεί που είμαι τώρα "είπε ο πρίγκιπας και ακούμπησε τον δάσκαλό του στον ώμο.

" Πρίγκιπα, πρίγκιπα " ένας από τους στρατιώτες του Βασιλιά εμφανίστηκε και υποκλίθηκε μπροστά του.

"Ο Βασιλιάς ζήτησε να σας δει στην μεγάλη τραπεζαρία " είπε με την βροντερή φωνή του και δεν σήκωσε καθόλου το πρόσωπό του για να αντικρύσει τον πρίγκιπα, αλλιώς θα θεωρούταν ασεβής προς αυτόν.

~~~~

Ο πρίγκιπας πείρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε την πόρτα που βρισκόταν μπροστά του αποφασισμένος.

"Πέρασε " η σταθερή φωνή του πατέρα του ακούστηκε από την άλλη πλευρά και μπήκε μέσα.
Ο Βασιλιάς καθόταν στην κεφαλή της τεράστιας τραπεζαρίας του.

"Λούκας, κάθισε" είπε και έδειξε την θέση ακριβώς απέναντί του.
Βρισκόταν πολύ μακριά από τον Βασιλιά, αλλά έτσι συνηθιζόταν.
Έσειρε την καρέκλα του λοιπόν και κάθισε απέναντί του.

"Έμαθα πως πήγες βόλτα στην πόλη" είπε ο Βασιλιάς και μια από τις υπηρέτριες μπήκε μέσα στην αίθουσα κρατώντας διάφορα γκουρμέ πιάτα φαγητών. Τα ακούμπησε πάνω στην μεγάλη τραπεζαρία και υποκλίθηκε στον καθένα ξεχωριστά.

"Σε ευχαριστούμε" είπε ο πρίγκιπας ευγενικά και η υπηρέτρια αποχώρησε αφήνοντας τους δύο άνδρες μόνους.

"Πράγματι Βασιλιά μου πήγα" απάντησε με θάρρος και έκοψε επιδέξια το κρέας του.

"Πώς σου φάνηκε;" τον ρώτησε ο Βασιλιάς πίνοντας μια μικρή γουλιά από το κόκκινο κρασί του.

"Εξαίσια" ειρωνεύτηκε ο πρίγκιπας και ένα μικρό χαμόγελο χαράχθηκε στο πρόσωπό του. Ο Βασιλιάς ακούμπησε το ποτήρι του κρασιού με δύναμη πάνω στο τραπέζι και η έκφραση του προσώπου του αγρίεψε.

"Με κοροϊδεύεις νεαρέ;" φώναξε και οι υπηρέτριες που βρισκόνταν πίσω από την πόρτα της αίθουσας για να κρυφακούσουν τρόμαξαν και έκαναν μερικά βήματα προς τα πίσω.

Ο πρίγκιπας από την άλλη δεν αντέδρασε, δεν φοβήθηκε στο ελάχιστο. Είχε συνηθίσει τον πατέρα του και τις υπερβολικές αντιδράσεις του.

"Όχι, Βασιλιά μου" απάντησε με την έντονη φωνή του και έβαλε μια μπουκιά στο στόμα του.

"Καταλαβαίνεις πως σε λιγότερο από ένα μήνα θα είναι ο χορός για να βρεις την μέλλουσα γυναίκα σου;" φώναξε ο πατέρας του και σηκώθηκε από την θέση του πετώντας πίσω την καρέκλα όπου καθόταν.

" Φυσικά και το καταλαβαίνω, για αυτό θέλω να εξερευνήσω λίγο την πόλη μου και ίσως να βρω την κατάλληλη πριν την διαλέξεις εσύ " η φωνή του ήρεμη και αποφασισμένη. Δεν είχε σκοπό να κάνει πίσω για τα καπρίτσια του πατέρα του. Άλλωστε η ζωή ήταν δική του και έπρεπε επιτέλους να την πάρει στα χέρια του.

"Θες να μου πεις πως βρήκες την κατάλληλη " φώναξε ο Βασιλιάς και οι υπηρέτριες κόλλησαν τα αφτιά τους πάνω στην πόρτα για να ακούσουν.

" Θα δείξει "ο πρίγκιπας τον κοίταξε σοβαρός στα μάτια και περίμενε την αντίδραση του.
Έφερε στην μνήμη του την Έλλα όταν την αντίκρυσε για πρώτη φορά χθες.

Τα μακριά μπουκλωτά μαλλιά της. Το κάστανο τους χρώμα. Τα γαλάζια μάτια της, με την σπίθα τους. Το ροδαλό πρόσωπό της.
Ένα μικρό χαμόγελο χαράχθηκε στα χείλη του αλλά εξαφανίστηκε μέσα σε δευτερόλεπτα όταν τον λόγο πείρε ο πατέρας του.

"Καλός, όπως θες" πλέον η φωνή του Βασιλιά ήταν ήρεμη" Να την φέρεις τότε στον χορό αν είσαι τόσο σίγουρος" αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια και βγήκε έξω από την αίθουσα σπρώχνοντας την πόρτα μαζί με τις υπηρέτριες που κρυφάκουγαν από πίσω της.
Ο πρίγκιπας άφησε τα πιρούνια που κρατούσε να πέσουν στο πάτωμα και κοίταξε το κενό.

Τι θα κάνω, σκέφτηκε και στήριξε το κεφάλι του στις χούφτες των χεριών του.

Ο χρόνος του ήταν ελάχιστος. Δεν ήξερε ποτέ θα την ξαναδεί. Δεν ήξερε πως ένοιωθε εκείνη για αυτόν. Πόσο ωραία θα ήταν αν είχαν ξεκινήσει σωστά, χωρίς καυγάδες. Τώρα πως θα την κάνει να τον ερωτευθεί και να τον αγαπήσει; Πως θα την κάνει να μην σταματήσει να τον σκέφτεται;
Πως θα την κάνει να νοιώσει όπως νοιώθει και εκείνος;

Σταχτοπούτα (Cinderella) Where stories live. Discover now