Κεφάλαιο 5

1.6K 98 29
                                    

Κάθομαι στο κρεβάτι και βαριέμαι την ζωή μου.
Η κουβέρτα αγκαλιάζει το σωμα μου και το κρατάει ζεστό.
Κοιτάω το κινητό μου και βλέπω ότι η ώρα είναι μονο μια το μεσημέρι.

Τότε μου ήρθε μια εξαιρετική ιδέα που έπρεπε να υλοποιήσω οπωσδήποτε...

Φόρεσα ενα τζιν και ενα βυσσινί φούτερ και τα αθλητικά  μου.

Χτένισα τα μαλλιά μου.

Και έφυγα με προορισμό την βιβλιοθήκη,όταν έφτασα κοντοστάθηκα για να πάρω ανάσες αφού ήρθα τρέχοντας μέχρι εδώ.

Ισιωσα την πλάτη και μπήκα μέσα σαν κύρια.

Άρχισα να ψάχνω στους διαδρόμους και στον τρίτο βρήκα αυτο που ήθελα.

《Γεια》είπα με ενα ψεύτικο χαμόγελο στον ηλίθιο που έβαζε κάτι βιβλία σε ενα ψηλό ράφι.

《Τι θες εσυ εδώ;》 μου είπε νευριασμένα.

《Εγώ πέρναγα απο εδώ και σκέφτηκα δεν παω να διαβάσω κανένα βιβλίο》είπα το ψέμα του αιώνα.

《Ωραία πήγαινε διάβασε και παράταμε》 μου είπε απότομα,πήρε μια κούτα γεμάτη βιβλία και άρχισε να προχωράει.

Αχ Όχι

《Μου κρατάς νευράκια μωρέ για το πρωί ;;》του είπα ναζιάρικα και τον πήρα στο κατόπι.

Απρόοπτα αφήνει την κούτα πάλι κάτω και γυρνάει προς το μέρος μου.
《Πας καλά κορίτσι μου ούτε καν ξέρω το όνομα σου και ναι σου κρατάω νεύρα》

《Αλεξούκο θες να μάθεις το όνομα μου;》 τον ρώτησα και του χάιδεψα απαλά τον θώρακα με τον αντίχειρα μου.

Πρίν μου απαντήσει τον πρόλαβα και του είπα.《Ωραία λοιπόν με λένε Ελβίρα》

《Ελβίρα》επανέλαβε το όνομα μου και με κοίταξε απο πανω μέχρι κάτω.
《Και τι θες απο μένα Ελβίρα;》

《Ήρθα να μιλήσουμε》 του είπα σοβαρά και έκατσα πανω στην κούτα.

《Για ποιο πράγμα;》 αναρωτήθηκε και έκατσε στο μαρμάρινο,άσπρο πάτωμα απέναντι μου.

《Για τις φήμες που κυκλοφορούν μετα τον τσακωμό σου με τον Γιώργο》

《Βλέπω έμαθες το όνομα του γελοιού》είπε ειρωνικά.

《Ο Γιώργος είναι πολυ καλο παιδι σε αντίθεση με εσένα》

Πήγε να μιλήσει αλλά τον ξανα πρόλαβα.

《Δεν είναι το θεμα μας ο Γιώργος, εγώ ήρθα γιατί οι φήμες μπλέκουν και εμένα με έχουν βγάλει γκόμενά σου》είπα και την τελευταία λέξη την πρόφερα με αηδία.

Αυτός έφερε το πρόσωπο του κοντά στο δικό μου και ψιθύρισε.
《Γιατί σε χαλάει να νομίζουν όλοι ότι τα έχεις με το πιο καυτό αγόρι του κολεγίου;》

Προς στιγμήν πηγα να χαθώ στον σκοτεινό ουρανό που καθρεπτίζουν τα μάτια του αλλά συνήλθα εγκαίρως.

《Ναι με χαλάει μωρή ψωνάρα,για το καλο σου να πας να πεις ότι αυτές οι μαλακίες που λένε δεν ισχύουν》του απάντησα με νεύρα και ύψωσα ελάχιστα τον τόνο της φωνής μου.

《Αλλιώς τι θα μου κάνεις;》 είπε αλαζονικά και ακούμπησε το χέρι του στο μπούτι μου και άρχισε να μου το χαϊδεύει.

Ένιωσα το δέρμα μου να καίει με το άγγιγμα του αλλά δεν έδωσα σημασία.

Του κοπάνησα το χέρι και σηκώθηκα γρήγορα πανω.
《Μην τον ξανακάνεις αυτο 》του είπα τσιρίζοντας.
《Σκάσε γαμώ το κέρατο μου》σηκώθηκε και μου και κάλυψε το στόμα με το χέρι του.
Εγώ προσπαθούσα να βγάλω το χέρι του απο το στόμα μου, κοπανιομουν απο κάτω του αλλά ήταν πολυ δυνατός και τελικά κατέληξα να του το δαγκώσω.
《Ιού τα σάλια σου είναι στο χέρι μου 》μου είπε αηδιασμένος κοιτόντας το χέρι του.

Και μαντέψτε τι έκανε πάντως εγώ το περίμενα απο αυτήν την νυφίτσα.

ΣΚΟΎΠΙΣΕ ΤΟ ΣΑΛΙΩΜΕΝΟ ΧΈΡΙ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΜΠΛΟΎΖΑ ΜΟΥ.

Εγώ έκανα βήματα πίσω και πήρα ενα τυχαίο βιβλίο και του το πέταξα στο κεφάλι.

《Πέθανες》 μου ανακοίνωσε.
《Να τρέξω ε;》 τον ρώτησα, αλλά απο το ύφος του δεν περίμενα απάντηση και άρχισα να τρέχω για να σώσω την ζωή μου.

Άκουγα τα βαριά του βήματα απο πίσω μου και αυτο μόνο με έκανε να αρχίζω να ουρλιάζω.
Βρέθηκα στον κεντρικό διάδρομο της βιβλιοθήκης όπου καθόντουσαν φοιτητές σε κάτι μεγάλα ξύλινα τραπέζια και διάβαζαν.

Όλοι με κοίταξαν λες και είμαι τρελή και πήγα να να φύγω αλλά με το που γύρισα συγκρούστηκα με τον Αλέξανδρο που έρχονταν με φόρα κατα πάνω μου.

Πήγα να πέσω αλλά τελευταία στιγμή πιάστηκα απο την μπλούζα του Αλέξανδρου. Αυτή η κίνηση μου δεν βγήκε σε καλό γιατί πέσαμε και οι δυο κάτω στο πάτωμα .

Και αυτός ήταν απο πάνω μου!!!!!!!!!!!!

Συνεχίζεται...

Είσαι το φώς μέσα στο σκοτάδι μου Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα