Κεφάλαιο 17

1.3K 81 19
                                    

Τρέχα...Τρέχα...Τρέχα...

《Άνοιξε καλέ, άνοιξε》είπα ενώ κοπανάγα την πορτα του.

Μακάρι να είναι εδώ...

Χτύπησα και άλλες περίπου δεκαριά φορές. Και τότε ο Γιώργος άνοιξε την ρημάδα την πόρτα.

《Αχ ευτυχώς είσαι εδω》 είπα και έβγαλα μια ανάσα ανακούφισης.

《Τι έγινε και κοπανάς την πορτα σαν παλαβή ;;》

《Ντύσου , πλύσου γιατί θα έρθεις μαζί μου》

《Που να έρθω ;;》

《Ημουν που λες στο δωματιο και εβλεπα Netflix και με παίρνει τηλέφωνο η Μάρθα και άρχιζε να με πρήζει να παω σε μια καφετέρια στο κέντρο που είναι αυτή , ο Χρήστος και ο Άλεξ και δεν μπορεσα να της αρνηθώ》

《Και απο εμένα τι θέλεις ;;》είπε και ακούμπησε την πλάτη του  πάνω στην πόρτα.

《Να απλώς η Μάρθα θα ασχολείται με το αγόρι της και θα είναι άβολο μετα απο όλα που  έχουν γίνει να καθίσω και να μιλήσω με τον Αλέξανδρο για αυτο σε παρακαλώ έλα μαζί μου》τον παρακάλεσα και στο τέλος κλαψούρισα για να τον πείσω να έρθει μαζί μου.

《Εντάξει θα ερθω》είπε μετα απο ενα λεπτό σκέψης.

《Σε ευχαριστώ πολυ》 τσίριξα και τον αγκάλιασα

《Δεν κάνει τίποτα》μου είπε και με έσφιξε στην αγκαλιά του

Αφού ξαναμπήκε στο δωμάτιο και  φόρεσε ρούχα της προκοπής.
Αρχίσαμε να πηγαίνουμε προς το κέντρο.

[...]

《Φτάσαμε 》 του είπα και τον σταμάτησα《άμα σε προκαλέσει ο Αλέξανδρος μην του δώσεις σημασία εντάξει ;;》 

《Ναι》 απάντησε σκληρά και κοίταξε αλλού

《Το υπόσχεσαι ;;》

《Το υπόσχομαι ,πάμε τώρα》είπε και με πήρε απο το χέρι και με τράβηξε μέσα στην καφετέρια

Με το που μπήκαμε είδα που κάθονται τα παιδιά διότι το τραπέζι μας ήταν σχεδόν δίπλα απο την είσοδο.

Ο Αλέξανδρος κατάλαβε αμέσως την παρουσία μας και μας κάρφωσε με τα μάτια του, πιο πολύ έμειναν όμως στα ενωμένα μας χέρια.

Εγώ απο την ντροπη μου πήρα το χέρι μου μακριά απο το χέρι του Γιώργου.

《Τι δουλειά έχει αυτός εδω;;》 ακούστηκε η βαριά φωνή του και η φιλη μου και ο Χρήστος γύρισαν και μας κοίταξαν και αυτοί.

《Εγώ του είπα να έρθει  για να μου κάνει πάρεα ,ηρέμησε λίγο》 του είπα   και καθίσαμε και εμείς στις άδειες καρέκλες.

《Θα μπορούσα να σου κάνω και εγώ παρέα λεμόνια,αλλά μάλλον ο Γιωργάκης σου κάνεις και άλλου παρέα》είπε ειρωνικά και με κοιταξέ θυμωμένα.

《Λίγα τα λόγια σου》γρύλισε ο Γιώργος.

《Γιατί ρε θα μου τα κόψεις ;;》

《Σταματήστε》 είπα δυνατά εγώ.

《Όταν μπαίνει μέσα σου δεν του λες να σταματήσει》είπε και έσφιξε τις γροθιές του.

《Τι λες;;》 τον ρώτησα σοκαρισμένα.

《Αυτο που βλέπω λέω που μου ήρθατε σαν το ζευγαράκι της Αγίας παρασκευής χεράκι - χεράκι》 απάντησε.

《Δεν είμαστε ζευγάρι》 μίλησε ο Γιώργο.

《Καλά...Καλά 》 είπε με νεύρα και άνοιξε το κινητό του.

Εγώ έμεινα να τον κοιτάω, πως γίνεται να πιστεύει ότι εγώ εχω κάνει σεξ με τον Γιώργο,είναι μονο φιλος μου. Αλλά δεν θα καθίσω να του αλλάξω την γνώμη, ούτε θα του δώσω εξηγήσεις για αυτονόητα πράγματα.

Νιώθω ότι πνίγομαι θέλω λίγο καθαρό αέρα...

Τον καημένο τον Γιώργο τον πήρα στον λαιμό μου δεν έπρεπε να του προτείνω  να έρθει μαζί μου, να τα αποτελέσματα να κοιτάει αμήχανα γύρω του ειναι σίγουρο ότι σκέφτεται την κοπέλα του.
Τι βλακείες άκουσε και αυτός...

Και δεν καταλαβαίνω και τον λογο που έκανε έτσι όταν με είδε να μπαίνω στο μαγαζί μαζί με τον Γιώργο.

《Συγγνώμη》 του ψιθύρισα και αυτός γύρισε και με κοίταξε και μου έπιασε το χέρι κάτω από το τραπέζι...

《Δεν πειράζει 》μου είπε και ο Αλέξανδρος σήκωσε  μετα απο τόση ώρα το κεφάλι του απο το κινητό και μας κοίταξε δολοφονικά.

Το βλέμμα του σε λίγο θα μου προκαλούσε κρίση δακρύων για αυτο...

《Παω λίγο εξω》 είπα στα παιδιά και χωρίς να ξανακοιτάξω πίσω έφυγα απο εκεί
Όταν βγήκα εξω τύλιξα τα χεριά μου γύρω απο τον κορμό μου γιατί έκανε δυνατό αέρα.

Το κρύο μπαίνει μέσα απο τα υφάσματα των ρούχων μου κάνοντας με να νιώθω γυμνή και εκτεθειμένη στον κόσμο...

 Και τότε βγήκε απο το μαγαζί ο σίφουνας μου...

《Γιατί κουβάλησες αυτόν τον χλεχλέ εδώ;;》ούρλιαξε

Συνεχίζεται...

Είσαι το φώς μέσα στο σκοτάδι μου Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα