Κεφάλαιο 6

1.6K 98 52
                                    

《Αχχ το κεφάλι μου 》βόγκηξα

《Αλλη είναι η σωστή ώρα να βογγας απο κάτω μου》 ειπε ο Αλέξανδρος πονηρά ενώ ήταν ακόμα απο πανω μου.

Εγώ όταν κατάλαβα τι εννοούσε γούρλωσα τα μάτια μου
《ΦΎΓΕ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΜΟΥ 》ούρλιαξα και προσπάθησα με τα χεράκια μου να τον σπρώξω

Αλλά μάταιος κόπος το σωμα του είναι σαν μια βαριά πέτρα

Εντωμεταξύ όσοι βρίσκονταν στην βιβλιοθήκη μας κοίταζαν.

Αυτός έμεινε να με κοιτάει σαν χανος

《ΑΛΈΞΑΝΔΡΕ》του φώναξα αλλά αυτός συνέχιζε να με κοιτάζει και δεν ανταποκρινόταν με το περιβάλλον γύρω του λες και ειχε παει σε άλλον πλανήτη.

Δια μαγείας σηκώθηκε γρήγορα απο πανω μου σαν να είχα κάποια αρρώστια και χωρίς να με κοιτάζει έφυγε.

《Που πάει ;; 》είπα απο μέσα μου.

《Να συνεχίσει να βάζει τα βιβλία στα ράφια ρε ηλίθια 》 απάντησα στον εαυτό μου λες και είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.

Προτίμησα να μην τον ξαναενοχλήσω
γιατί ήταν περίεργη η ατμόσφαιρα που επικρατούσε μεταξύ μας.

Σηκώθηκα τίναξα τα ρούχα που είχαν γεμίσει σκόνες και αγνοώντας επιδεικτικά τα αδιάκριτα βλέμματα έφυγα γρήγορα απο εκεί...

[...]

《Χαχχαχαχααχαχα》 γέλαγε η Μάρθα στην τραπεζαρία την ώρα του βραδινού γεύματος.

《Σταμάτα να γελάς 》 μουρμούρισα και έπαιζα με το φαγητό μου.

《Συγγνώμη κολλητούλα αλλά είναι πολυ αστείο 》πήρε μια βαθιά ανάσα 《είναι πολυ αστείο ολο αυτο》είπε για εκατοστή φορά σήμερα και άρχισε να ξανα γελάει πιο δυνατά.

《Πάρε λίγο νεράκι να χαλαρώσεις 》 είπα και της έδωσα το ποτήρι της.

Ήπιε αρκετές γουλιές μέχρι να συνέλθει απο την κρίση γέλιου.

Απο την στιγμή που της είπα τι έγινε στην βιβλιοθήκη δεν έχει σταματήσει να γελάει σαν πίθηκος που τον πνίγουν.

《το πιο περίεργο όμως είναι ότι μετα ήταν λες και έπεσε σε κόμμα και έμεινε να με κοιτάει ενώ τον παρακαλούσα να φύγει απο πανω μου μετα απο ενα λεπτό περίπου σηκώθηκε και έφυγε γρήγορα χωρίς να με ξανα κοιτάξει 》 της είπα και τελείωσα την διήγηση μου

《Παράξενο γιατί να μείνει να σε κοιτάζει σαν χαζό;》 αναρωτήθηκε

《Εγώ νομίζω ότι ήταν ενα απο τα κόλπα του για να μου σπάσει τα νεύρα 》 είπα με απόλυτη σιγουριά και ήπια απο την λεμονάδα μου.

《Μάλλον ναι αυτο θα είναι》είπε η Μάρθα μετα απο κάποια λεπτά σκέψης.

Ξαφνικά η πορτα της τραπεζαρίας ανοίγει διάπλατα και μπαίνει μέσα η παρέα του ηλίθιου με πρωτοπόρο αυτόν και την Νάντια που ήταν σαν βδέλλα πανω του βέβαια δεν τον ενοχλεί και τόσο μάλλον

Ρόλαρα τα μάτια μου και τους είδα να κάθονται λίγα τραπέζια πιο δίπλα απο εμάς.

Η Νάντια πήγε να κάτσει στην διπλανή καρέκλα που κάθονταν ο Άλεξ αλλά αυτός την έβαλε στα πόδια του,αυτή δεν φάνηκε να ενοχλείται, λογικο το επίπεδο αυτού του κοριτσιού πιο χαμηλά δεν πάει.

Κάτι της ψιθύρισε στο αυτί και αυτή γέλασε δυνατά και εγώ για κάποιο λόγο νευριάσα με αυτή την εικόνα.

Κάτι υγρό ένιωσα στο πρόσωπο μου.
Όταν κοίταξα τα χέρια μου είδα ότι είχα τσαλακώσει πολυ το πλαστικό μπουκαλάκι με το αναψυκτικό με αποτέλεσμα να εκτοξευθεί η λεμονάδα πανω μου.

《ΕΛΒΙΡΑ ΤΙ ΈΠΑΘΕΣ ;;》 φώναξε η Μάρθα και έτσι για ακόμα μια φορά γύρισαν όλοι και μας κοίταξαν κάποιοι άρχισαν να γελάνε με την τραγική κατάσταση που βρισκόμουν. Μεσα στο πανικό μου έριξα και το αναψυκτικό στο πάτωμα.

《Παω να αλλάξω》 είπα και με νεύρα έσυρα την καρέκλα προς τα πίσω για να σηκωθώ.

Μέχρι και αυτός κοίταγε...

《Είσαι καλά ;; 》 με ρώτησε ο Γιώργος που καθόταν σε ενα αλλο τραπέζι με τους φίλους του

《Ναι 》 είπα χωρίς να ειμαι σίγουρη για την απάντηση μου.

Ήμουν μπερδεμένη δεν έπρεπε να ζηλεψω τόσο πολυ ειδικά μπροστά σε όλα τα παιδιά του Κολλεγίου

Μεχρι να βγω εξω απο την τραπεζαρια
ενιωθα δυο συγκεκριμενα μάυρα μάτια να με κυνηγούν προσπαθώντας να με πιάσουν.

Συνεχίζεται...

Είσαι το φώς μέσα στο σκοτάδι μου Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα