Κεφάλαιο 5

6.1K 318 4
                                    

Η Ηλέκτρα άρχισε να συνηθίζει και τις δουλειές της και το σπίτι και τη συμπεριφορά των άλλων ατόμων προς το πρόσωπό της.
Όλοι της φέρονταν μια χαρά ακόμα και ο κ. Τεο, όποτε τον έβλεπε. Η κ. Αλεξάνδρα μόνο συνέχιζε να της μιλάει σαν να ήταν υπηρετικό προσωπικό, αλλά δεν την ένοιαζε ιδιαίτερα.
Ο Ανδρέας από την άλλη ήταν μπερδεμένο. Είχαν κάποιες καλές στιγμές αλλά άλλες φορές ήταν απόμακρος. Κρατούσε τα προσχήματα. Αυτό το σκωτσέζικο ντουζ την ενοχλούσε. Δεν ήξερε πως να φερθεί. Και η ίδια ομως, δεν ήταν σίγουρη τι στάση ήθελε να κρατήσει απέναντί του.


Εκείνη η μέρα περνούσε πολύ αργά για την Ηλέκτρα και κατέβαλε προσπάθεια για να συνεχίσει τις υποχρεώσεις της. Πόσο ωραία θα ήταν να βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και να έμενε εκεί για όσο άντεχε, να μην χρειαζόταν να πάρει την άδεια κανενός, να μην ανησυχεί για τις δουλειές που παραμελούσε. Είχε καιρό ακόμα για να αποκτήσει πίσω την πολυπόθητη ελευθερία της, που τόσο λαχταρούσε απο την 1η βδομάδα σε εκείνο το σπιτι.

Αυτές οι σκέψεις την είχαν παρασύρει,  την έκαναν να αφαιρεθεί και παραλίγο να πέσει από την κατασκευή, όπου την βοηθούσε να φτάσει τα πιο ψηλά κλαδιά των δέντρων.

Κάποια στιγμή που κατέβηκε με ένα γεμάτο καλάθι, σταμάτησε τον Ανδρέα  για μια απορία της.

- Ανδρεα! Που πρέπει να το πάω τώρα αυτό;
Πρώτη φορά τον φώναζε με το μικρό του όνομα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να τον αποκαλεί κ. Στρατηγέ και να του μιλάει στο πληθυντικό. Της βγήκε αυθόρμητα. Ο Ανδρέας εξεπλάγην γιατί λίγοι τολμούσαν να τον φωνάξουν από την αρχή με το όνομά του. Οι περισσότεροι ήταν ψαρωμένοι. Γύρισε, την κοίταξε και πήγε να συνεχίσει να περπατάει, αλλά η φωνή της τον σταμάτησε.
- Αλήθεια τώρα; Δεν θα απαντήσεις καν;
- Ρωτά κάποιον άλλον.
Είπε ξερά και έφυγε.
Η Ηλέκτρα ξενέρωσε με την αγενέστατη συμπεριφορά του.

Μετά απο καμία ώρα τής έφερναν τέτοια καλάθια και ξεχώριζε το περιεχόμενό τους. Εμφανίστηκε κάποια στιγμή ο Ανδρέας κρατώντας δυο μεγάλα καλάθια και τα αφησε μπροστά της.
-  Δεν θα τα κάνω!
Του είπε αποφασιστικά.
- Τι είπες;
- Πήγαινέ τα στον Γιάννη. Έκανε την ίδια δουλειά μ' αυτήν.
- Δεν θα μου πεις εσύ τι θα κάνω. Δεν είσαι σε θέση.
Είχε ξαφνιαστεί με το θάρρος ή θράσος της. Κατάλαβε ότι ήταν αντίδραση λόγω της προηγούμενης ας πούμε συζήτησής τους.
- Δεν με νοιάζει! Εγώ αυτά τα καλάθια δεν τα κάνω!
Μιλούσε και τον κοιτούσε έντονα. Αυτήν την ένταση τη πέρασε και στον Ανδρέα που την τράβηξε από την μπλούζα για να έρθει κοντά του.
- Δεν ξέρω τι νομίζεις ότι θα καταφέρεις με αυτό που κάνεις αλλά δεν το καταφέρνεις. Γι αυτό βγάλε τον σκασμό και δούλευε αλλιώς δεν θα διστάζω να σου αυξήσω τις ώρες!
Η Ηλέκτρα δεν περίμενε να συμβεί αυτό. Αυτό το απότομο τράβηγμά του και ο απειλητικός τόνος της φωνής του την έκανε να μην μπορεί να απαντήσει ανάλογα.
- Μην μ ακουμπάς!
Τον απομάκρυνε απότομα τα χέρια και πισωπάτησε. Έκατσε στη θέση της και πήρε μπροστά της το ένα από τα δύο καλάθια. Ο Ανδρέας χαμογέλασε με ικανοποίηση και έφυγε από κοντά της.
Λίγο μετά γύρισε να την κοιτάξει και παρατήρησε ότι είχε ανταλλάξει τα καλάθια της με του Γιάννη. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει άλλο ένα χαμόγελο.
Ήξερε οτι οι δυο τους θα περνούσαν πολύ καλά.


Νωρίς το απόγευμα έτυχε να λείπουν πολλοί από το σπίτι. Η Ηλέκτρα χαιρόταν ιδιαιτέρως γιατί θα είχε την ησυχία της για λίγες ώρες. Το δωμάτιο που της παραχωρήθηκε ήταν γι αυτή το καλύτερο μέρος του σπιτιού.
Μπήκε να κάνει μπάνιο για να φύγει όλη η κούραση και βρωμιά από πάνω της. Παρατήρησε όσο πλενόταν ότι το δωμάτιό της με αυτό του Ανδρέα ήταν αρκετά κοντά. Βασικά ένας τοίχος τούς διαχώριζε.
Τύλιξε την πετσέτα γύρω από το βρεγμένο κορμί της και πήγε να βγει από το μπάνιο αλλά η πόρτα δεν άνοιγε.

Φαίνεται είχε χαλάσει η κλειδαριά και δεν ξεκλείδωνε. Η Ηλέκτρα άρχισε να φρικάρει. Προσπάθησε ξανά και ξανά χωρίς όμως αποτέλεσμα. Κοίταξε γύρω της. Ούτε παράθυρο είχε το μπάνιο μόνο εξαερισμό. Ο χώρος ήταν γεμάτος από υδρατμούς που την δυσκόλευαν στην αναπνοή. Αυτό ήταν.

Η Ηλέκτρα έχασε τον έλεγχο του εαυτού της. Η κλειστοφοβία της έκανε την εμφάνισή της και ξέσπασε σε κρίση πανικού. Άρχισε να φωνάζει βοήθεια και να χτυπάει με μανία την πόρτα του μπάνιου. Αλλά δεν ήταν και πολλά άτομα μέσα στο σπίτι, ποιός θα μπορούσε να την ακούσει; Πανικοβλήθηκε περισσότερο. Ένιωθε το οξυγόνο να λιγοστεύει και ζαλιζόταν. Τα πόδια της δεν την κρατούσαν, έπεσε στο πάτωμα και κοιτούσε απελπισμένη τη κλειστή πόρτα, έτοιμη να χάσει τις αισθήσεις της.

Η ΕγγύησηWhere stories live. Discover now