Κεφάλαιο 44

3.7K 221 1
                                    


- Ρε Ανδρέα! Πώς είσαι ετσι;
Η αδελφή του είχε μπει μέσα στο δωμάτιο και τον είχε πετύχει ξαπλωμένο στο κρεβάτι από τις οκτώ, το απόγευμα.

Ο Ανδρέας, που ήξερε, τέτοια ώρα ήταν ήδη στους δρόμους για δουλειές και να πάει σε κάποιο μπαρ ή στο καζίνο.
Τις τελευταίες τρεις βδομάδες ήταν κυρίως κλεισμένος στο δωμάτιό του. Δεν μιλούσε σε κανένα, κοιμόταν πολλές ώρες και τα πρωινά απλά δούλευε για κάνα τετράωρο στις ελιές. Δεν θυμόταν πώς ήταν να δουλεύει εκεί χωρίς να την βλέπει.

- Τι θες ρε Στέλλα;
Κάθε φορά που τον πλησίαζε κάποιος της οικογένειας δυσανασχετούσε. Μόνο τα ανίψια του τού έφτιαχναν τη διάθεση.
Έκατσε δίπλα του.
- Δεν μπορώ να σε βλέπω άλλο έτσι. Λες και είσαι άρρωστος!
- Είμαι άρρωστος!
- Ξέρεις, δεν μπορώ τα γλυκανάλατα!
Όταν έπρεπε να ήταν σοβαρή και σκληρή, το έκανε πολύ καλά.
- Εγώ έτσι νιώθω!
Τον έπιασε παρηγορητικά από το ώμο.
- Ξέρω ότι την αγαπάς πολύ. Χαίρομαι πολύ για σένα που το έζησες αυτό! Αλλά έχεις χάσει τον εαυτό σου πλεον. Δεν δουλεύεις, δεν βγαίνεις, δεν μιλάς. Μίλα μου. Ξεπέρασέ το. Η ζωή συνεχίζεται.
- Όχι, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τη Ηλέκτρα.
Τα μάτια του βούρκωσαν. Είχε γίνει πολύ ευαίσθητος τελευταία.

- Θα παντρευόμασταν σήμερα.
Είπε με πίκρα και άνοιξε την χούφτα του, όπου φάνηκε η βέρα του. Αλλά αυτό δεν θα συνέβαινε ακόμα και να μην τραυματιζόταν η Ηλέκτρα.
Η αγαπημένη του αδελφή τον κατάλαβε αμέσως. Τον πήρε αγκαλιά και αυτός σαν να τη χρειαζόταν, ανταπέδωσε και με το παραπάνω.
- Όλα θα πάνε καλά και θα περάσουν. Στο υπόσχομαι. Κάνε μια προσπάθεια να προχωρήσεις. Καιρός είναι. Η Ηλέκτρα αυτό θα κάνει.
- Το ξέρω. Από τη μια χαίρομαι γι' αυτή, από την άλλη δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Ξέρεις... Εγώ φταίω για όλα. Για ό,τι έπαθε και για την κατάληξη μας.
- Δεν υπάρχει νόημα να κατηγορείς τον εαυτό σου. Υποσχέσου μου ότι θα ξεκινήσεις να ζεις...
- Οκ. Θα το κάνω.
- Σου δίνω μία μέρα διορία.
Χαμογέλασε και το ίδιο έκανε και εκείνος.
Τον αγκάλιασε μια τελευταία φορά,  του έδωσε φιλί στο μάγουλο και έφυγε από το δωμάτιο.

Ο Ανδρέας ήξερε ότι η Στέλλα είχε δίκιο και θα εφάρμοζε όλα όσα του είπε.
Κοίταξε καλά για μια τελευταία φορά τη βέρα του και την έκλεισε μέσα στη βελούδινη θήκη της και την τοποθέτησε στο συρτάρι του κομοδίνου του.
Δεν ήταν έτοιμος να προχωρήσει, αλλά σιγά-σιγά θα έκανε βήματα προόδου.

Και όντως αυτό έκανε.
Ξεκίνησε να πηγαίνει στη δουλειά. Εργαζόταν σκληρά και όλα του φαίνονταν πιο θετικά.
Άρχισε να πηγαίνει σε κλαμπ και μπαρ. Του είχε λείψει αυτή η ζωή. Υπήρχαν βέβαια μέρες που ήταν down αναπολώντας τη Ηλέκτρα και ιδίως όταν μέθυσε, αλλά το ξεπερνούσε εύκολα και εκείνες οι στιγμές ήταν πολύ λίγες.
Μπήκε πολλές φορές στο πειρασμό να να μάθει γι' αυτή, αλλά ποτέ δεν υλοποίησε τη σκέψη του.
Άρχισε να φλερτάρει ξανά. Συνειδητοποίησε ότι είχε σκουριάσει, αλλά όπως λένε, "παλιά μου τέχνη κόσκινο" και δεν δυσκολεύτηκε να επανέλθει δυναμικά.
Τελικά μετά από τέσσερις μήνες, που είχε χωρίσει με τη Ηλέκτρα ξαναπήγε με άλλη γυναίκα. Το σεξ δεν ήταν τέλειο, όπως μαζί της, δεν μπορούσε να αποφύγει τη σύγκριση, αλλά ήταν εντάξει.

Η αλήθεια ήταν όμως, ότι κάποιες του ενέργειες ήταν προκλητικές ως προς το ζήτημα να μείνει μακρυά από την Ηλέκτρα. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό, την σκεφτόταν κάθε μέρα. Έστω και για μια στιγμή τού εμφανιζόταν η εικόνα της.
Και αυτός ήξερε που δούλευε, που έμενε.
Δεν μπορούσε να μετρήσει τις φορές που πέρασε από το δρόμο μπροστά από το σπίτι της και από το φροντιστήριο, μήπως και την έβλεπε πουθενά. Δεν θα την πλησίαζε. Δεν θα της μιλούσε. Απλα ήθελε να την δει.
Αναρωτιόταν αν η συμπεριφορά του ήταν περίεργη και απρεπής, άλλα πώς θα μπορούσε να ξεγράψει από τη ζωή του ένα άτομο που αγάπησε και εξακολουθούσε να αγαπάει;

- Αν συνεχίσεις να κάθεσαι τόσες πολλές ώρες εδώ, θα πρέπει να σου κόψω μισθό.
Η Ευτυχία γέλασε.
- Αφού ξέρεις ότι είσαι απαραίτητη για τη δουλειά μου! Αλλά αν επιμένεις, δεν θα με ενοχλούσε ένας επιπλέον μισθός.
Γέλασε και η Ηλέκτρα.
- Βρε άντε από κει που θες και μισθό! Άντε πήγαινε πάρε τα βιβλία σου!
Η Ευτυχία είχε το βιβλιοπωλείο δίπλα στο φροντιστήριο όπου δούλευε η Ηλέκτρα, η οποία είχε γίνει τακτικός πελάτης.
Πότε για φωτοτυπίες, πότε για βιβλία, πότε για χαρτική ύλη και ως η πιο νέα υπάλληλος, έστελναν συνέχεια αυτή για τέτοιες δουλειές.
Οι δυο γυναίκες είχαν αναπτύξει μια πολύ φιλική σχέση.

Το κουδουνάκι της πόρτας ακούστηκε και κάποιος είχε μπει μέσα στο μαγαζί.
Η Ηλέκτρα έχοντας γυρισμένη την πλάτη της στη πόρτα έστριψε το σώμα της, ώστε να δει τον πελάτη.
Ο Ανδρέας είχε φτάσει στο ταμείο,  όπου ήταν η Ευτυχία, αλλά δεν βγήκε λέξη από το στόμα του.
Τα μάτια του είχαν σκαλώσει πάνω στη Ηλέκτρα, την οποία έβλεπε από κοντά μετά από αιώνες, όπως του φάνηκαν.

Η Ηλέκτρα τον κοιτούσε και αυτή με θαυμασμό.
Αυτός ο άντρας της έκανε αμέσως το κλικ. Είχε προδιαγραφές μοντέλου. Μπορεί και να ήταν, σκέφτηκε αυτή. Το ότι την κοιτούσε έντονα, την γέμιζε με ελπίδες και αποφάσισε μέσα της ότι θα προσπαθούσε να τον διεκδικήσει. Τέτοιο άντρα δεν τον αφήνεις να φύγει.

Την οπτική τους επαφή έσπασε η Ευτυχία που του απηύθυνε το λόγο,  οπότε και αυτός γύρισε το βλέμμα τους προς την υπάλληλο.
- Πως μπορώ να σας βοηθήσω;
Το χαμόγελό της έφτανε μέχρι τα αυτιά.
- Θα ήθελα τα βιβλία πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης εκδόσεις Χέμπερτ. Έχετε;
- Βεβαίως!
Πώς να μην ήταν εύθυμη η Ευτυχία, αφού την θάμπωσε;
Δεν πρόλαβε να πει τίποτα παραπάνω όμως, γιατί η Ηλέκτρα αν έβαζε κάτι στο μυαλό της, το κατάφερνε.

- Μπορώ να σας δείξω εγώ που βρίσκονται. Μόνο αυτές τις εκδόσεις χρησιμοποιώ.
- Ωραία.
Ο Ανδρέας προσπάθησε να φαίνεται όσο πιο κουλ-ήρεμος μπορούσε.
Άρχισε να περπατάει μπροστά και ο Ανδρέας την ακολουθούσε. Αναρωτήθηκε γιατί τον εξυπηρετούσε αυτή, αφού δεν δούλευε εκεί...

Η ΕγγύησηWhere stories live. Discover now