Κεφάλαιο 6

5.8K 324 0
                                    

Τα μάτια της ήταν έτοιμα να κλείσουν μέχρι που άκουσε να βαράνε τη πόρτα του μπάνιου. Ρώτησε αν ήταν μέσα, αν ήταν καλα, αλλά αυτή δεν είχε την δύναμη να απαντήσει.
Ο Ανδρέας έπεσε με δύναμη πάνω στη πόρτα δύο φορές, όταν δεν πήρε απάντηση από την Ηλέκτρα. Η πόρτα του μπάνιου έσπασε και αυτός μπήκε μέσα γρήγορα. Την σήκωσε στα χέρια του και την μετέφερε στο κρεβάτι. Την παρακαλούσε να μην κλείσει τα μάτια της και ήταν έτοιμος να της δώσει κάποιες πρώτες βοήθειες, αλλά η Ηλέκτρα, σαν να βρήκε το οξυγόνο που της έλλειπε, άρχισε να βήχει και να αναπνέει ξανά.
Βρισκόταν ακόμα σε κάποιο πανικό, σύρθηκε μέχρι τη τσάντα της και έκανε από τα εισπνεόμενα της. Ηρέμησε λίγο. Ακούμπησε τη πλάτη της πίσω στο τοίχο και έκρυψε το πρόσωπο της ανάμεσα στα γόνατα της.

Ο Ανδρέας την πλησίασε.
- Θα ήταν καλύτερο αν ξάπλωνες. Άσε με να σε βοηθήσω.
Αυτή τινάχτηκε! Τώρα αντιλήφθηκε ότι αυτός ήταν εκεί. Ένιωθε άβολα. Τον κοίταξε καλά. Την κοιτούσε διαφορετικά από κάθε άλλη φορά. Ήταν ήρεμος και φαινόταν να νοιάζεται πραγματικά.
- Μπορώ και μόνη μου.
Ακόμη και σε εκείνη τη στιγμή ο εγωισμός της την ξεπέρασε.
Πιάστηκε από το τοίχο σηκώθηκε όρθια αλλά δεν μπορούσε να κάνει άλλο βήμα αλλιώς θα έπεφτε κάτω.
- Σ ευχαριστώ πολύ Ανδρέα. Τώρα είμαι καλά. Μπορείς να γυρίσεις στις δουλειές σου.
Τον έδιωχνε. Δεν ήθελε να την βλέπει σ αυτή τη κατάσταση.
- Δεν φαίνεσαι πολύ καλά. Κάτσε στο κρεβάτι και πες μου τι έγινε. Οι δουλειές μου δεν επείγουν.
- Θα τα κάνω όλα αυτά αλλά ειλικρινά δεν χρειάζεται να κάθεσαι άλλο εδώ. ~Τον έβλεπε έτοιμο να απαντήσει.~ Δεν θέλω να μιλήσω αύτη τη στιγμή γι' αυτό.
Ο Ανδρέας έλαβε το μήνυμα και με ένα νεύμα έφυγε από το δωμάτιο.
- Αν χρειαστείς τίποτα φώναξέ με.

Με το που έκλεισε η πόρτα η Ηλέκτρα άφησε τον εαυτό της να ξαναπέσει στο πάτωμα και έβαλε τα κλάματα. Ήταν φριχτό αυτό που βίωσε. Δεν ήθελε να την έβλεπε ο Ανδρέας σ' αυτήν την κατάσταση.
Το βράδυ στυφογυρνούσε στο κρεβάτι της. Δεν μπορούσε να ησυχάσει. Φοβόταν ότι θα την ξαναέπιανε κρίση. Η πατζουρόπορτα ήταν ορθάνοιχτη όλη την ώρα και πίστευε ότι το πρωί θα σηκωνόταν με ψύξη.

Αποφάσισε ότι ήθελε να αναπνεύσει λίγο έξω στον καθαρό αέρα μήπως και κατάφερνε να ηρεμήσει. Κατέβηκε κάτω στη κουζίνα και από κει πέρασε στην αντίστοιχη βεράντα στο ισόγειο. Ένιωθε ήδη καλύτερα. Η ψύχρα που έκανε, τής τσίτωνε όλο το σώμα, ένα ρίγος την διαπέρασε και ένιωθε περίεργα. Μπορούσε με κάποιον τρόπο να το χαρακτηρίσει ότι ένιωθε ζωντανή.

Ο φύλακας του σπιτιού αντιλήφθηκε την παρουσία της και την πλησίασε έχοντας πάντα το περίστροφο του σε ετοιμότητα.
- Ηλέκτρα τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ; Γύρισε και τον κοίταξε καλά.
- Δεν είναι περίεργο που εσύ ξέρεις πως με λένε ενώ εγώ όχι;
- Αν δεν ήξερα δεν θα εκανα καλά τη δουλειά μου. ~προφανώς όλο το προσωπικό του σπιτιού και ιδιαίτερα η φρουρά ήξερε όλα τα άτομα που μπαινοβγαίνουν από το σπίτι για ευνόητους λόγους ακόμα και αν τα άλλα άτομα δεν γνώριζαν τους ίδιους.~ Άρης. Έτσι με λένε.
- Κοίτα Άρη. Δεν πρόκειται να κάνω κάτι παράτολμο. Ήρθα απλά να πάρω λίγο αέρα. Μπορείς να μην ανησυχείς.
- Κατάλαβα. Δύσκολη μέρα.
Η Ηλέκτρα τον είδε να βγάζει κάτι από τη τσέπη του σακακιού του. Της πρόσφερε ένα τσιγάρο.
- Πάντα βοηθάει. ~Της έκλεισε το μάτι. Είδε την διστακτικότητά της και κατάλαβε ότι δεν είχε ξανακαπνήσει.~
Μην φοβάσαι απλά θα σε χαλαρώσει. Δεν χρειάζεται να γίνεις καπνήστρια.
Μπορούμε να το μοιραστούμε αν προτιμάς. Θα είναι το μυστικό μας.

Η Ηλέκτρα το πήρε και το έβαλε στο στόμα της. Ο Άρης τής το άναψε και μετά τη πρώτη ρουφηξιά άρχισε να βήχει. Γελούσε όπως και εκείνος. Πήρε μια τζούρα και έπειτα ο άλλος. Όταν του το παρέδωσε οριστικά παρατήρησαν και οι δυο ότι το φώς από το δωμάτιο του Ανδρέα ήταν ανοιχτό. Σίγουρα τους άκουσε. Σοβάρεψαν και οι δύο απότομα και έφυγε ο καθένας για να πάει στο μέρος που τους αναλογούσε. Αυτή στο δωμάτιό της και ο Άρης στη σκοπιά του.

Η ΕγγύησηМесто, где живут истории. Откройте их для себя