Κεφάλαιο 30

4.5K 240 0
                                    

Σήμερα θα συναντούσε ο πατέρας της Ηλέκτρας τους εκπροσώπους του κ.Τεο για να τους παραχωρήσει τη ετήσια πληρωμή και να συζητήσουν για την πλήρη εξόφληση.
Η Ηλέκτρα ένιωθε τόσο αδικημένη που η οικογένειά της ήταν αναγκασμένη να περνά τέτοια βάσανα χωρίς να φταίει.
Γύρισαν αργά το βράδυ και κατευθύνθηκαν στο γραφείο του κ.Τεο, όπου ήταν και οι γιοι του.

Η Ηλέκτρα προσπαθούσε να κρυφακούσει, αλλά αυτό δεν της βγαίνει ποτέ σε καλό.
Άκουσε ότι αν ο πατέρας της παραχωρεί το ίδιο ποσό κάθε χρόνο θα ξεπλήρωνε σε 2 χρόνια.
Ένιωσε τα πόδια της να κόβονται και τη καρδιά της να σταματάει να χτυπά. Δυο ακόμα χρόνια έπρεπε να μείνει εκεί μέσα;

Έτρεξε κατευθείαν στο δωμάτιό της. Σ' ένα σακίδιο έβαλε δυο αλλαξιές, ό,τι άλλο απαραίτητο χρειαζόταν και βγήκε κρυφά από το σπίτι.
Έτρεχε από δένδρο σε δέντρο σ' όλο το μήκος της αυλής για να μην γίνει αντιληπτή.
Κόντευε όλο και πιο πολύ στη πύλη. Τη μόνη είσοδο για το τεράστιο αυτό σπίτι που το περικύκλωνε με τη φράξη και η Ηλέκτρα την ένιωθε σαν το συρματόπλεγμα των φυλακών.
Όσο πιο κοντά ερχόταν στην ελευθερία της, πιο πολύ η καρδιά της χτυπούσε δυνατά.
Δεν υπήρχε γυρισμός. Δεν μπορούσε πλέον να το μετανιώσει, ούτε να γυρίσει πίσω.

Εκτός από την μεγάλη εξώπορτα για τα αυτοκίνητα, υπήρχε και μια μικρότερη για τους ανθρώπους. Εξυπηρετούσε κυρίως τους θυρωρούς-φύλακες του σπιτιού.
Η Ηλέκτρα είχε πάρει κρυφά το κλειδί που απαιτούσε η πόρτα από το δωμάτιο του Ανδρεα. Ήξερε που άφηνε τα κλειδιά του.

- Αφεντικό, την βλέπουμε. Τρέχει την κατηφόρα. Να την σταματήσουμε;
- Όχι ακόμα. Αφήστε την λίγο. Πριν φτάσει στη στροφή για το κεντρικό, φέρτε την πίσω.
Ο Ανδρέας ένιωθε μέσα του ένα χάος. Θυμό, απογοήτευση, προδοσία και βαθιά μαχαίρια στη καρδιά.
Τον πλήγωσε που προσπάθησε να αποδράσει σαν να ήταν κλέφτης.
Δεν σήμαινε τίποτα γι' αυτήν; Η σχέση που είχαν αναπτύξει; Τον κορόιδευε τόσο καιρό; Τον χρησιμοποιούσε;
Όλα αυτά τα ερωτήματα τον έκαναν να εξοργίζεται μαζί της, αλλά και με τον εαυτό του. Πως μπόρεσε να την πατήσει έτσι μαζί της;

Η Ηλέκτρα  έβλεπε τον κεντρικό απο μακρυά.
Τα αυτοκίνητα να τρέχουν γρήγορα, οι λάμπες να φωτίζουν τον δρόμο και όλα τα φώτα των αμαξιών να σχηματίζουν εντυπωσιακά χρώματα. Δεν μπορούσε να φανταστεί  ότι μία μέρα θα έβλεπε μ' αυτό τον τρόπο μια λεωφόρο.
Πλημμύρισε από χαρά.
Όχι! Από κάτι πιο βαθύ, κάτι πιο σπουδαίο. Ανακούφιση και αγαλλίαση. Άφησε τον εαυτό της να πέσει στην άσφαλτο. Τα γόνατά της συγκρούστηκαν με το πάτωμα και άρχισε να κλαίει.
Ξεσπούσε την συσσωρευμένη πίεση που είχε δεχτεί. Έκλαιγε γιατί απελευθερώθηκε. Γιατί τα κατάφερε. Γιατί δεν το πίστευε. Γιατί ένιωθε επιτέλους, ένα βάρος να φεύγει από πάνω της.

Χέρια την έπιασαν από τα μπράτσα και την ανάγκασαν να σηκωθεί όρθια. Τρομοκρατήθηκε.
Όχι! Ήταν τόσο κοντά! Γύρισε να τους αντικρύσει. Ήταν οι φυλακές.
- Έλα πάμε σπίτι Ηλέκτρα.
- Όχι σας παρακαλώ! Μην με πάτε πίσω!
Άρχισε να κλαίει πάλι. Απελπισία, αγανάκτηση, βαθιά πίκρα. Αντιστεκόταν. Παρακαλούσε. Δεν θα άλλαζε τίποτα.
Με κενό πρόσωπο, που δεν πρόδιδε κανένα συναίσθημα, γύρισε πίσω στη φυλακή της.
Δεν ήταν μάσκα. Δεν ένιωθε όντως τίποτα. Ένιωθε κενή. Την οδήγησαν κατευθείαν στο γραφείο του Ανδρέα.

Αυτός στεκόταν όρθιος με την πλάτη του γυρισμένη προς την Ηλέκτρα και να έβλεπε έξω από το ολόσωμο παράθυρο.
Η Ηλέκτρα ήταν σίγουρη ότι είχε καταλάβει ότι βρίσκονταν μέσα στο δωμάτιο, αλλά η πλήρης ακινησία του, την έκαναν να αναρωτιέται.

Γύρισε με αργές κινήσεις, απόλυτα ψύχραιμος και ήρεμος. Κάθισε στη καρέκλα του γραφείου. Την κοίταξε με το πιο κρύο βλέμμα που δώσει ποτέ.
- Δεν έπρεπε να το κάνεις! Τι νόμιζες ότι θα καταφέρεις; Τι κατάφερες τελικά;
- Δεν το μετανιώνω καθόλου.
- Γιατι;
- Πως γίνεται να μην καταλαβαίνεις πώς νιώθω; Δεν είμαι ελεύθερη, νιώθω να πνίγομαι! Δεν μπορώ να αντέξω άλλο εδώ μέσα!
- Και η υπόσχεσή σου να το προσπαθήσουμε μεταξύ μας; Ψέματα ήταν; Περνούσες τον χρόνο σου μαζί μου, γιατί δεν είχες κάτι άλλο να κάνεις εδώ μέσα;

Η Ηλέκτρα δεν απαντούσε. Κατακλίστηκε από σκέψεις. Δεν είχε σκεφτεί καθόλου τον Ανδρέα, όταν έφευγε. Το μόνο που σκεφτόταν την ώρα εκείνη ήταν να καταφέρει να σωθεί. Αν και ήθελε πραγματικά τον Ανδρέα, θα τα θυσίαζε όλα για την ελευθερία της.
Ο Ανδρέας νόμιζε ότι η σιωπή της ήταν καταφατική απάντηση στις ερωτήσεις του κάτι που δεν του άρεσε. Εξοργίστηκε!
Τίναξε το χέρι του και πέταξε κάποια πράγματα από το γραφείο κάνοντας την Ηλέκτρα να τρανταχτεί.

Βάρεσε το χέρι του στο τραπέζι.
- Απάντησέ μου!
- Όχι...Δεν είναι αλήθεια. Απλά δεν το σκέφτηκα...
Ψιθύρισε ενώ κοιτούσε κατω στο πατωμα. Τον φοβόταν λίγο.
Πήγε μπροστά της.
Της έπιασε το πρόσωπο με το ένα του χέρι και της το πίεσε, ώστε να πονάει.
- Τι δεν έκανες;
- Δεν σε σκέφτηκα.
Είπε ενώ τον κοιτούσε κατάματα.
Τράβηξε το χέρι του απότομα, την κοίταξε αγόρια.
- Γαμώ είμαι τόσο μαλάκας! Σ' είπα ότι σ' έχω ερωτευθεί κιόλας! Τόσο ξεφτίλας είμαι! Εγώ προσπαθώ να σκέφτομαι και για τους δύο μας και συ το σκας! Αυτό ήταν! Τελείωσα μαζί σου!

Γύρισε στο γραφείο, πάτησε στο τηλέφωνο ένα κουμπί και κάλεσε τους βοηθούς του, να την πάρουν από το δωμάτιο.
Σε ένα λεπτό ο Ανδρέας είχε μείνει μόνος του στο δωμάτιο.

Η ΕγγύησηМесто, где живут истории. Откройте их для себя