V - Lo siento

59 5 2
                                    

Όταν άνοιξα τα μάτια μου, ένα πράγμα είχα στο μυαλό μου: Να δω τη Σούνμι. Περπάτησα μέχρι το δωμάτιό μου για να δω αν ήταν ξύπνια. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, το κρεβάτι μου στρωμένο και οι πιτζάμες, που της είχα δανείσει, διπλωμένες συμμετρικά πάνω σε αυτό. Με έπιασε ένα ρίγος. Απογοήτευση. Πλησίασα και βρήκα ένα χαρτάκι πάνω στο μαξιλάρι μου που έγραφε: «Ευχαριστώ, καλημέρα.» Ένιωθα την απόλυτη ευτυχία όμως θα προτιμούσα να ήταν ακόμη εκεί. Ξεκινούσε μέσα μου ένα στερητικό σύνδρομο. Κάθισα, έπιασα στα χέρια μου το μαξιλάρι και το έσφιξα στην αγκαλιά μου. Μύριζε ακόμη το άρωμά της. Το εισέπνευσα, «πήρα» όσο πιο πολύ μπορούσα μέχρι να την δω και πάλι.

Αφιέρωσα όλο το πρωινό σε δουλειές. Πήγα σούπερ-μάρκετ για τα ψώνια της εβδομάδας, πήρα τα ρούχα μου από το καθαριστήριο, αγόρασα λαχανικά από το αγαπημένο μου μανάβικο της γειτονιάς κι επέστρεψα κατάκοπη σπίτι.
«Καλησπέρα!» Ο Τζέμπομ σφουγγάριζε. «Μην πατήσεις στην κουζίνα. Μόλις το πέρασα.» Πάντα υστερικός με την καθαριότητα.
Εν τω μεταξύ, είχα να τον δω από χθες το βράδυ.
«Ελπίζω να μην ξέχασα κάτι.» Είπα κι άφησα τα ψώνια πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Κατονόμαζα νοερά με τον δείκτη του χεριού μου τα πράγματα.

Κάθισα εκεί ήρεμα και ήπια μια γουλιά από τον καφέ μου. Ευτυχώς που πήρε την πρωτοβουλία να καθαρίσει, γιατί χθες το βράδυ αφήσαμε το σπίτι ένα μπάχαλο. Ήταν λες και είχαν «μπουκάρει» στο σπίτι 20 άτομα και παρτάρει χωρίς αύριο.
«Και... για πες.»
«Δεν έγινε αυτό που νομίζεις.» Απάντησε βιαστικά με το πρόσωπο του να έχει ήδη γίνει κόκκινο από ντροπή. Είχε καταλάβει πολύ καλά σε τι αναφερόμουν.
Χασκογελούσα.
«Εντάξει. Θα σε πιστέψω.» Υποχώρησα, αν και πέθαινα για ένα καλό κουτσομπολιό.
«Η Σούνμι;» Έστυψε τη σφουγγαρίστρα στον κάδο και τον έπιασε από το χερούλι. Είχε κι όλας τελειώσει.
«Η Σούνμι κοιμήθηκε εδώ το βράδυ.»
Δεν απάντησε.

Το βράδυ της Δευτέρας δεν είχε τόσο κόσμο στο «Gamgag», αλλά υπήρχε ροή. Οι γνωστοί θαμώνες που δεν μπορούσαν να ζήσουν χωρίς ακριβό ποτό, τσιγάρο και pole dancing τιμούσαν το μαγαζί με την παρουσία τους σχεδόν κάθε βράδυ. Ήταν άνθρωποι με λεφτά, τα οποία δεν τους ένοιαζε να τα σπαταλήσουν. Ενώ άνθρωποι σαν εμένα και τον Τζέμπομ χαροπαλεύαμε για εργασιακή αποκατάσταση κι έναν αξιοπρεπή μισθό, που θα μας συντηρούσε. Μπορούσες να διακρίνεις τις διάφορες μας τόσο εύκολα, από τα ρούχα μέχρι και τον τρόπο που φερόμασταν.

Εκείνοι τα είχαν όλα, σε αντάλλαγμα όμως με το συναισθηματικό κενό που ένιωθαν.

Με ταλαιπωρούσε η σκέψη της Σούνμι. Αλήθεια. Και τη στιγμή που ανέβηκε να χορέψει στη σκηνή ως Τέιλ, τα έχασα όπως έκανα πάντα. Ένιωθα λες ο νους μου βρισκόταν έξω από το σώμα μου και η σκέψη μου κρεμιόταν από το κορμί της. Ό,τι ένιωθα εκείνη τη στιγμή και κάθε φορά, που την έβλεπα να κάνει το σόου της, ήταν καθαρά σαρκικό. Ενώ, όταν συναναστρεφόμουν τη Σούνμι, ένιωθα κάτι βαθύτερο. Κάτι που μπορούσε να επηρεάσει όλη μου την ημέρα. Ένα χαμόγελό της μου έφτιαχνε την μέρα. Και το σημείωμα εκείνο που μου είχε αφήσει το πρωί, ήταν το καλύτερο ξεκίνημα που θα μπορούσα να κάνω.
«Τζέι, θα κάνω διάλειμμα 20 λεπτά, γιατί δε νιώθω πολύ καλά.»
«Είσαι εντάξει;» Με ρώτησε γεμάτος αγωνία.
«Ναι, μην ανησυχείς. Θα αράξω λίγο στο καμαρίνι μου.»
Κι έτσι έγινε. Χτύπησα την κάρτα μου για να ανοίξει η πόρτα του διαδρόμου κι έπειτα περπάτησα, ώσπου να βρεθώ μπροστά από το καμαρίνι που έγραφε «Τέιλ». Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Έφτιαξα τη γραβάτα και τα μανίκια του πουκαμίσου μου και χτύπησα δυο φορές.
«Ποιος είναι;» Ακούστηκε από μέσα.
«Κιμ Γιουμπίν.»

TAIL 꼬리 • Sunmi 이 선미Where stories live. Discover now