Epilogue

39 3 2
                                    

Με τα πόδια της τυλιγμένα γύρω από τον κορμό μου, προσπαθούσε να συγκρατήσει τα επιφωνήματα ευχαρίστησης που την έπνιγαν. Με έσφιγγε όλο και πιο πολύ, κάθε φορά που τα δάχτυλά μου έμπαιναν μέσα της.
«Θεέ μου...» Αναφωνούσε κάθε τόσο κι εγώ χαμογελούσα με τα μάτια κλειστά. Όλο μου το σώμα φλεγόταν. Είχα ιδρώσει.
«Πιο γρήγορα!» Με προσέταξε. Με ήθελε μέσα της συνεχώς.
Άκουγα τους παλμούς μου να χτυπούν ασταμάτητα, όσο καιγόταν η σάρκα μου. Η αδρεναλίνη μου είχε ανεβεί απότομα.
«Σούνμι...»

Σηκώθηκα ξαφνικά και άνοιξα απότομα τα μάτια μου. Πήρα βαθιές ανάσες και κοίταξα γύρω μου τον χώρο. Έτρεμα. Οι παλάμες μου ήταν ιδρωμένες, όπως και ο λαιμός μου. Ήθελα να κλάψω όμως δεν μπορούσα να καταλάβω τον λόγο. Ηρεμώντας όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα, επανήλθαν στη σκέψη μου αποσπασματικά εικόνες από το όνειρο. Ήταν σαν μαχαίρια να τρυπούν το στήθος μου απανωτά.
«Ένα όνειρο ήταν Γιουμπίν...» Ψιθύρισα στον εαυτό μου και τα μάτια μου βούρκωσαν.

Έπεσα τότε ξανά στο διπλό στρώμα κι έκλεισα τα μάτια μου, προσπαθώντας να κοιμηθώ. Ας μην ξυπνούσα ποτέ, δεν είχε πια νόημα χωρίς εκείνη.

Χωρίς τη Λι Σούνμι.

Είχε περάσει ένας ολόκληρος μήνας από τότε που είχα φτάσει στη Στουτγκάρδη. Η καρδιά μου ήταν άδεια στο νέο μου ξεκίνημα, διότι το είχα κάνει μόνη. Το μόνο θετικό στην όλη υπόθεση ήταν ότι η πρυτανεία είχε ενθουσιαστεί πολύ με το παρουσιαστικό μου και με απορρόφησε αμέσως στα μαθήματα του χειμερινού εξαμήνου. Είχα έτσι κάτι να απασχολεί συνεχώς το μυαλό μου. Όταν όμως ερχόταν το βράδυ κι έπεφτα στο κρεβάτι μου, μνήμες επανέρχονταν στο μυαλό μου. Μνήμες που θα ήθελα να αναβιώνω κάθε μέρα και όχι να θυμάμαι με πόνο. Η Σούνμι πολιορκούσε τη σκέψη μου συνεχώς και η καρδιά μου πονούσε, όσο δεν είχα νέα της. Από τότε που πήρα την απόφαση να φύγω από την Ν. Κορέα, δεν μιλήσαμε ξανά. Προσπαθούσα όμως κάθε τόσο να έρθω σε επικοινωνία μαζί της. Όμως πάντα άκουγα το ίδιο μήνυμα στον τηλεφωνητή "Ο συνδρομητής που καλέσατε δεν είναι διαθέσιμος. Παρακαλώ, καλέστε αργότερα." Και το "αργότερα" έγινε μέρες, εβδομάδες... Δεν το άντεχα πλέον.

Ένα βράδυ που δεν με έπαιρνε ο ύπνος, πήγα στη μικρή κουζίνα του διαμερίσματος που μου παραχωρούσε το Πανεπιστήμιο, άνοιξα ένα μπουκάλι κρασί κι άρχισα να πίνω. Μπορεί να είχα διάλεξη το επόμενο πρωί, όμως το μυαλό μου ήταν τόσο βασανισμένο, που τίποτε δεν μπορούσε να το ηρεμήσει. Έξω χιόνιζε. Σχεδόν κάθε μέρα χιόνιζε, δεν ήταν όπως στη Σεούλ. Και τον νέο καιρό δυσκολευόμουν να τον συνηθίσω μεταξύ άλλων. Το Πανεπιστήμιο με είχε επίσης εντάξει σε μια ταχύρυθμη τάξη ενηλίκων για γνώση της γερμανικής γλώσσας, οπότε η καθημερινότητά μου ήταν γεμάτη και το μυαλό μου απασχολημένο συνεχώς.

Το κουδούνι του μικρού μου διαμερίσματος χτύπησε. Η ώρα ήταν 12 παρά λίγα λεπτά. Ξαφνιάστηκα. Φοβήθηκα λίγο. Τέτοια ώρα θα ήταν σίγουρα η σπιτονοικοκυρά, να ελέγξει αν η θέρμανση ήταν εντάξει σε όλα τα διαμερίσματα της Πανεπιστημιακής πολυκατοικίας. Σηκώθηκα μετά βίας από το ψηλό σκαμπό, έφτιαξα με τα χέρια μου τα ξανθά μαλλιά μου, τα είχα κουρέψει στο ύψος του λαιμού μου εδώ και λίγες μέρες. Με τίποτε δεν μπορούσα να συνηθίσω αυτή την αλλαγή, όμως είχα ανάγκη κάτι τέτοιο.

Έβγαλα την ασφάλεια κι άνοιξα διστακτικά την ατσάλινη πόρτα. Η ανάσα μου κόπηκε και οι παλμοί μου σταμάτησαν να αντηχούν στο στήθος μου. Οι κόρες τον ματιών μου διεστάλθηκαν όπως ποτέ πριν.
«Μπορώ να περάσω;» Η φωνή της ακούστηκε τρεμάμενη, σαν να φοβόταν να μιλήσει. Με κοιτούσε όμως με τα κατάμαυρα μάτια της, λέγοντάς μου τόσα πολλά πράγματα. Ξαφνικά άρχισα να αισθάνομαι ξανά το αίμα μου να κυλά στις φλέβες μου, φτάνοντας σε κάθε σπιθαμή του κορμιού μου. Η καρδιά μου χτυπούσε και πάλι. Γρήγορα όσο ποτέ. Ίσως άρχισα να τρέμω. Το χαμόγελο που δειλά-δειλά είχε εμφανιστεί στα χείλη μου, δεν έλεγε να φύγει. Ο ενθουσιασμός μου ήταν εμφανής και αυθόρμητος.

«Λι Σούνμι;»

TAIL 꼬리 • Sunmi 이 선미Where stories live. Discover now