11 : καρδιά

4.6K 579 52
                                    

Πρέπει να πληρώσω το μισό νοίκι και αντιλαμβάνομαι ότι μου λείπει το 1/3 του ποσού. Αναγκάζομαι να πάρω το τρένο και να πάω στο πατρικό μου, εκεί που δεν θέλω να πάω ποτέ ξανά.

Από τότε που μετακόμισα σε καινούριο σπίτι οι γονείς μου δεν με έχουν πάρει ούτε ένα τηλέφωνο να δουν αν ζω ή αν πέθανα. Μονάχα με τον αδερφό μου έχω μιλήσει, ο οποίος τώρα λείπει σε επαγγελματικό ταξίδι στην Οξφόρδη άρα δεν μπορεί να μου δώσει βοήθεια.

Ξεφυσώντας χτυπάω το κουδούνι και αυτός που ανοίγει είναι ο πατέρας μου.

"Βρε, βρε..." ειρωνεύεται ακόμη δεν ήρθα.

"Γεια".

"Ποιος είναι;" η φωνή της μαμάς ακούγεται από την κουζίνα.

Πάω να μιλήσω, μα η βαριά φωνή του πατέρα μου με εμποδίζει σχεδόν αμέσως. Συνοφρυώνω μπερδεμένη.

"Ο ταχυδρόμος" της λέει ψέματα. Γυρίζει την προσοχή του πάλι σε εμένα. "Τι θέλεις εσύ εδώ;"

"Χρήματα" μιλάω σιγά.

Σχεδόν γελάει. "Χρήματα; Δεν υπάρχουν χρήματα εδώ, γλυκιά μου" αγγίζει το μάγουλό μου και κάνω ένα βήμα πίσω αηδιασμένη.

Τον σιχαίνομαι. Όχι μόνο αυτόν! Σιχαίνομαι και τους δύο γονείς μου, έχω περάσει απαίσια παιδική και εφηβική ηλικία εξαιτίας αυτών και τους μισώ σχεδόν από όταν έφτασα τα δέκα και άρχισα να συνειδητοποιώ πόσο πολύ δε τους νοιάζω.

"Άκου, δεν ήρθα να ζητήσω δανεικά. Ήρθα να πάρω το ποσό που δούλεψα στο μαγαζί και δεν μου δώσατε ποτέ".

"Εσύ άκου, μικρή. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα στις γαμημένες μου λίρες! Δεν δούλεψες καν ολόκληρο τον Σεπτέμβρη, δεν θα σου δώσω δεκάρα".

Τον κοιτάζω άναυδη χωρίς να μπορώ να αρθρώσω λέξη. Φαντάσου να έχεις γονείς που δεν τους νοιάζει αν το βράδυ κοιμηθείς σε κρεβάτι ή στον δρόμο.

"Franklin, το δείπνο είναι έτοιμο!" άκουγεται από μέσα.

Νιώθω έναν κόμπο στο στομάχι όσο ο ίδιος μου ο πατέρας μου κλείνει την πόρτα στα μούτρα. Κοιτάζω το σκούρο πράσινο χρώμα μέχρι που αποφασίζω ότι καλό θα ήταν να φύγω για να προλάβω εγκαίρως το τρένο της επιστροφής για το Λονδίνο.

Φοράω τα ακουστικά μου και κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Μερικές ψιχάλες πέφτουν στο τζάμι και είμαι έτοιμη να κλάψω, αλλά ο απέναντί μου με κοιτάζει επίμονα και το τελευταίο που θέλω είναι να αρχίσει τις ερωτήσεις για το αν νιώθω καλά. Τα λεπτά περνάνε βασανιστικά αργά μέχρι να φτάσω επιτέλους στο σπίτι.

𝐒𝐭𝐫𝐚𝐧𝐠𝐞𝐫𝐬Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα