Κεφάλαιο 9: Θρήνος

133 31 104
                                    


 Οι επόμενες μέρες γίνονταν όλο και πιο μαρτυρικές για την οικογένεια της Αρμάντια. Τα συναισθήματά τους ακολουθούσαν τη μεγάλη αντίφαση που χαρακτήριζε επίσης τις διαθέσεις των πολιτών του Φόριεν. Η τελετή για τον νέο βασιλιά, από μόνη της θα έδινε θετικά συναισθήματα αλλά το πένθος για τον Φάρκας ήταν τέτοιο που ο κόσμος έστεκε βουβός και σοκαρισμένος. Στην ίδια κατάσταση ήταν και ο Ιγκώρ, η γυναίκα του η Ρέυντα αλλά και η Μπρέντα που ζούσε βουβά ένα διπλό δράμα.

Κανένα νέο δεν υπήρχε για την άτυχη κόρη τους. Μια απόλυτη σιωπή είχε τυλίξει την εξαφάνισή της. Όπου και να πήγαν όπου και να ρώτησαν, κανείς δεν έδωσε κάποια πειστική ή χρήσιμη απάντηση. Ώσπου την επόμενη ήρθε η είδηση που έμελε να είναι και μοιραία για το σπιτικό της νεαρής κοπέλας.

"Ιγκώρ αφέντη μου!" ήχησε η φωνή ενός άντρα στα αυτιά του. Ένας ήχος και μια φωνή ανήσυχη, τρομαγμένη.

"Τι έγινε Θέορ;" αποκρίθηκε εκείνος. Ο σκλητοτράχηλος άντρας μπροστά του σταμάτησε απότομα. Λες και του κόπηκε η λαλιά. Ο Ιγκώρ τον άρπαξε από τους ώμους.

"Θα μου πεις τι συμβαίνει; Μίλα!"

Ο Θέορ έδειχνε διστακτικός και φοβισμένος.

"Πες μου τι βρήκατε; Γιατί αυτό είναι! Κάτι βρέθηκε, μίλα πανάθεμά σε!"

"Κάτι έμποροι, ήρθαν σήμερα από το δάσος..."

"Και λοιπόν;" η αγωνία του Ιγκώρ έφτανε στο κατακόρυφο.

"Στη λίμνη του Μπέλουαρ, βρέθηκαν χαλάσματα από μια άμαξα να επιπλέουν στη λίμνη έξω στην παραλία, τα τράβηξαν με προσοχή για να μην πέσουν στο βάλτο, τα φόρτωσαν στις άμαξές τους..."

Ο Ιγκώρ τρελάθηκε, "Που τα έχουν;" τον ρώτησε με βλέμμα γεμάτο αγωνία.

"Τους είπα να τα φέρουν εδώ..."

"Πότε;

"Έξω τα έχουν, σε περιμένουν...."

Ο Ιγκώρ δεν έχασε κουβέντα. Σε αλλόφρονη κατάσταση βγήκε από το σπίτι και έτρεξε προς τους στάβλους. Στο βάθος είδε να στέκουν δύο άντρες. Χωρίς να χάσει στιγμή τους ρώτησε:

"Που τα έχετε;"

"Πάνω στην άμαξα" του είπε ο ένας και του έδειξε. Ακολούθησαν αλαφιασμένοι. Ο Ιγκώρ στάθηκε μπροστά και άρχισε να περιεργάζεται τα υπολείμματα. Κομμάτια από την καρότσα και ένα μικρό κομμάτι από τροχό. Ο Πατέρας της Αρμάντια έμεινε να τα παρατηρεί σιωπηρός. Το βλέμμα του έπεφτε με προσοχή πότε στο ένα κομμάτι πότε στο άλλο. Με τα χέρια του ψηλαφούσε πράγματα. Το πρόσωπό του άρχισε να συσπάται έντονα και ένα ελαφρύ τρέμουλο εμφανίστηκε στο στόμα του. Ο Θέορ απέναντί του δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Την ίδια στιγμή ο Ιγκώρ δεν αντιλήφθηκε πίσω του δύο γυναίκες που κατέβαιναν σχεδόν τρέχοντας το δρόμο προς το στάβλο για να τους πλησιάσουν. Ήταν η Ρέυντα, η γυναίκα του και η Μπρέντα. Είχαν ακούσει τα γενόμενα και έτρεχαν και αυτές να δουν με τα μάτια τους.

Το Δάσος της λήθηςWhere stories live. Discover now