Κεφάλαιο 14: Σάγκρος. Ιστορίες στο φως από χρόνια σβησμένα

162 30 137
                                    

Το φως του ήλιου έμπαινε δυνατά στο δωμάτιο της Ελεάνορ στο σπίτι της. Έξω η μέρα έστελνε τα δικά της αρώματα και χρώματα. Η ματιά της ήταν συνέχεια έξω στο δρόμο μαζί με την προσμονή της μαζί. Όταν από μακριά είδε το άλογο με τον Μέλιαν να πλησιάζει η καρδιά της ρίγησε.

"Έρχεται ο καλός σου..." άκουσε τη φωνή της Έλντα, της μητέρας της στην είσοδο του δωματίου.

"Μητέρα..." της είπε γλυκά. Έτρεξε κοντά της και την αγκάλιασε με θέρμη.

"Είσαι ευτυχισμένη κόρη μου;" τη ρώτησε εκείνη.

"Ναι μητέρα! Τον αγαπώ και νιώθω και εκείνος το ίδιο. Είναι όμορφο πράγμα η αγάπη..." είπε και έγειρε το κεφάλι της στους ώμους της.

Η Ελεάνορ ήταν πολύ γλυκιά. Τα καστανόξανθα μαλλιά της χύνονταν ίσια στους ώμους της μακριά. Έκαναν ένα όμορφο κυματισμό καθώς έφταναν να αγγίζουν τη μέση της. Στο πρόσωπό της ήταν ζωγραφισμένη η ευγένεια και η γλυκύτητα. Λαμπερή όψη, στρογγυλό πρόσωπο, όμορφα μάτια και υπέροχα χείλη. Δεν την έλεγες ψηλή αλλά είχε το ανάστημά της όπως και τις εκφράσεις της.

"Ο πατέρας που είναι; Ξέρει ότι θα έρθει ο Μέλιαν σήμερα εδώ;"

"Φυσικά και το ξέρει. Πρώτα του ζήτησε την άδεια να δει τη μνηστή του αλλιώς δεν θα το τολμούσε. Λείπει όμως. Νομίζω είναι κάπου στο κάστρο στις αρμοδιότητες του"

Ο Μέλιαν ύστερα από λίγο ήταν στην είσοδο του σπιτιού και μετά από λίγο χτυπούσε την πόρτα της μνηστής του. Ένα όμορφο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του. Ψηλός, γεροδεμένος, μαύρα μαλλιά και γένια λίγα. Δεν συνήθιζε να ντύνεται ή να επιδεικνύει την ιδιότητά του στο βασίλειο. Του άρεσε πάντα η σεμνότητα και η διακριτικότητα. Πολλές φορές είχε συγκρουστεί με τον πατέρα του για αυτό το ζήτημα καθώς είχε τις δικές του απόψεις. Ζήτησε την άδεια από την οικοδέσποινα να περάσει στο εσωτερικό του δωματίου. Η Ελεάνορ τον υποδέχτηκε με μια όμορφη υπόκλιση και εγκάρδιο χαιρετισμό. Ύστερα από λίγο η Έλντα τους άφησε μόνους. Είχε εμπιστοσύνη στην κόρη της για τα μέτρα και σταθμά που τηρούσε στη ζωή της και στη θέση της όπως επίσης και στον υποψήφιο γαμπρό της για το σεβασμό που συνήθιζε να δείχνει.

Τα χέρια τους έμπλεξαν σε ένα σφιχτό και τρυφερό δέσιμο. Τα χείλη τους ενώθηκαν για μια μόνο στιγμή. Ένα χάσιμο κλεφτό στο χρόνο. Στα μάτια τους έβλεπες την αγάπη, την προσδοκία αλλά θα έλεγε κανείς και την ωριμότητα. Μίλησαν για λίγο, αστειεύτηκαν, είπαν διάφορα μέχρι που κάποια στιγμή η Ελεάνορ τον ρώτησε:

Το Δάσος της λήθηςWhere stories live. Discover now