Κεφάλαιο 40: Πρόσωπο με πρόσωπο

92 21 122
                                    

Η Αρμάντια κατέβηκε γρήγορα και αποφασιστικά τις σκάλες που την οδήγησαν σύντομα στην έξοδο του μικρού πύργου. Μόλις πάτησε τα πόδια της στη γη και έριξε το βλέμμα της μπροστά κατάλαβε τι ακριβώς γινόταν. Μια απόκοσμη αντάρα ερχόταν προς το μέρος της με ταχύτητα. Σκόνη, άνεμος, πύρινες ανταύγειες, λάμψεις στον ουρανό. Ανέβηκε στο άλογό της. Τράβηξε τα γκέμια και άρχισε να καλπάζει προς το μέρος απ' όπου ερχόταν ο μεγάλος χαλασμός. Η καρδιά της επιστράτευσε κάθε ικμάδα θάρρους, δύναμης και πίστης που είχε σε κάθε της κύτταρο. Ήταν σίγουρη ότι θα την χρειαζόταν. Χάιδεψε με το ένα της χέρι τη χαίτη του αλόγου της και ανέβασε τον καλπασμό του. Δεξιά, αριστερά της έβλεπε ανθρώπους να τρέχουν μέσα σε πανικό και αγωνία. Προσπαθούσαν να φύγουν σε πιο ασφαλή σημεία στην πόλη. Είδε πολλούς να σταματούν. Να την βλέπουν. Να ψιθυρίζουν ή να φωνάζουν το όνομά της και να την δείχνουν μεταξύ τους. Της έδινε θάρρος και δύναμη όλο αυτό. Άπειρα ήταν τα χέρια που σηκώθηκαν για να την χαιρετίσουν, να την ενθαρρύνουν, καθώς στα μάτια τους είχε πάρει τη μορφή του σωτήρα της πόλης. Την έβλεπαν να βαδίζει αγέρωχη απέναντι στον Σάγκρος, το φόβητρο και εφιάλτη τους. Τη στιγμή που όλοι έτρεχαν στην κατεύθυνση της φυγής, μόνο η δική της φιγούρα κινούνταν αντίθετα. Ίσια πάνω στην απειλή που ορθώνονταν ολόγυρά τους. Άκουγε δυνατά τις φωνές τους. Φωνές ελπίδας μέσα στο φόβο και στην απόγνωσή τους. Και κατά ένα τρόπο οι ευχές τους ένιωθε να την συνοδεύουν. Ένιωσε μια παράξενη δύναμη να αρχίζει να συσσωρεύεται στην καρδιά της. Άρχισε να βλέπει όλο και περισσότερα χέρια σηκωμένα προς το μέρος της. Σηκωμένα, να δείχνουν προς εκείνη. Ένα ηθικό που άρχισε σιγά-σιγά να αλλάζει στο πλήθος των ανθρώπων της πόλης.

Όσο προχωρούσε, η Αρμάντια, να συναντήσει τον Σάγκρος, τόσο ένιωθε και τη δύναμη των φαινομένων να δυναμώνει. Όλα είχαν στήσει ένα τρελό χορό λίγο πριν τη μεγάλη μάχη. Τοπικοί ανεμοστρόβιλοι σάρωναν την περιοχή, η γη αγκομαχούσε κάτω από τους πόνους της. Πέρασε αρκετά στενά στους δρόμους την ώρα που κατέβηκε όλη την μικρή πλαγιά που κατηφορίζει από τα ανάκτορα προς το δάσος. Δεν χρειαζόταν να προχωρήσει πλέον πολύ. Ευθύς μπροστά της, ανάμεσα σε ορυμαγδό από λάμψεις και πύρινες γλώσσες, τον είδε!

Ήταν εκεί, στην αρχέτυπη τρομακτική μορφή του. Με τις φλόγες να λαμπυρίζουν σε κάθε του άκρο. Η Αρμάντια σταμάτησε το άλογό της. Κατέβηκε. Το πήρε από τα γκέμια και το τράβηξε στην ασφαλή άκρη. Το χάιδεψε τρυφερά στη χαίτη και το φίλησε απαλά στο κεφάλι του. Δεν ήθελε πια να βιώσει άλλο πόλεμο. Εκείνο ανταποκρίθηκε με ένα ελαφρύ χλιμίντρισμα. Δεν ήθελε να εγκαταλείψει την κυρά του, όμως εκείνη το ενθάρρυνε να αποτραβηχτεί παραπέρα. Βάδισε προς το μέρος του. Λίγο πιο κάτω σταμάτησε. Ένιωσε ένα σχετικό δέος απέναντι του. Ήταν ο ίδιος ο Σάγκρος, το καταραμένο πλάσμα του βουνού των σκιών.

Το Δάσος της λήθηςWhere stories live. Discover now