Κεφάλαιο 37: Στην αυλή του "πορφυρού" βασιλιά

91 23 104
                                    

Ολάκερη η πόλη είχε τυλιχτεί στο πένθος και στην οδύνη. Η είδηση για τον τραγικό θάνατο του πρίγκηπα Μέλιαν έπεσε σαν κεραυνός στο ήδη πληγωμένο βασίλειο. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να μάθουν τους λόγους αλλά κανείς δεν ήξερε με σαφήνεια τι ακριβώς είχε συμβεί στα πολύπαθα ανακτορικά δώματα. Πρώτα η είδηση του θανάτου του Ντέμιαν, του αρχηγού του στρατού και τώρα αυτή του πρίγκηπα και διαδόχου. Κάθε πρόσωπο της τραγωδίας βίωνε τα γενόμενα με το δικό του μαρτυρικό τρόπο. Ο βασιλιάς Ζάρεκ ήταν εκτός εαυτού. Μια άρρωστη οργή είχε σηκωθεί μέσα του. Η ανυπαρξία κάθε σύνεσης και ανθρωπιάς ήρθε να βρει το δικό της άλλοθι. Η αιτία της τραγωδίας είχε ένα μόνο όνομα. "Αρμάντια"! Σε αυτό είχε σταθεί. Τη δική της ύπαρξη για μια ακόμα φορά στόχευε ως ένοχο του κακού και σαν τέτοια ετοιμαζόταν να την αντιμετωπίσει. Όμως του διέφευγε κάτι σημαντικό. Η γυναίκα που για εκείνον ήταν το "κόκκινο πανί" κάλπαζε γοργά εναντίον του για να τον συναντήσει. Τίποτα πλέον δεν θα μπορούσε να την εμποδίσει για τη μεγάλη ώρα που χρόνια περίμενε. Αυτό ήταν κάτι που σε λίγο ο Ζάρεκ θα έπρεπε να το αντιμετωπίσει.

Η βασίλισσα Άλμπα ζούσε το δικό της ανείπωτο δράμα. Την τραγωδία, μια μάνα να θρηνεί το χαμό του δικού της σπλάχνου. Μια ώρα που κάθε άνθρωπος αποδιώχνει από τη ζωή του ως το χειρότερο εφιάλτη. Να όμως τώρα που για αυτήν την ήρεμη και γαλήνια γυναίκα ήρθε η πικρή ώρα να το ζήσει. Ο δάσκαλος του νεαρού Μέλιαν, ο Άλαντ, περνούσε κι αυτός τραγικές στιγμές. Από τη στιγμή που ξεκίνησε να βουλιάζει όλο και πιο πολύ στην αλήθεια, κατάλαβε ότι όλο αυτό δεν θα ήταν καθόλου αναίμακτο. Ήταν ένας φόβος που έκρυβε βαθιά μέσα του, δεν ήθελε να τον μοιραστεί με κανέναν. Και ερχόταν οι καταστάσεις να τον επιβεβαιώσουν.

Όλοι είχαν προστρέξει στον πύργο των ανακτόρων. Το νεκρό σώμα του Μέλιαν σηκώθηκε με σεβασμό απ' τη γη και πήγε στα δώματα της μητέρας του με δική της εντολή. Ήταν τέτοιο το βλέμμα της προς τον σύζυγό της που ο ίδιος δεν τόλμησε να φέρει αντίρρηση. Την έβλεπε ότι ήταν στα όριά της. Στον πύργο των ανακτόρων είχαν σπεύσει, γεμάτοι αγωνία και φόβο, οι γονείς της Ελεάνορ, ο Έντγκαρ με την Έλντα. Μαθαίνοντας τη φυγή της κόρης τους και το θάνατο του γαμπρού τους, ένιωσαν τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια τους. Αναζητούσαν στην παρουσία του Άλαντ ένα σημείο αναφοράς ενός ανθρώπου στον οποίο ένιωθαν εμπιστοσύνη και ασφάλεια.

Η Αρμάντια κάλπαζε προς το Φόριεν έχοντας δίπλα στο δικό της άλογο την Ελεάνορ. Η αγωνία για την κόρη της ήταν μεγάλη. Την έβλεπε να υποφέρει από πόνους και δεν ήξερε τι ακριβώς είχε συμβεί. Ήταν αποφασισμένη. Στην πλάτη της εξείχε το μεγάλο σπαθί της φορεμένο στη θήκη του, χιαστί στο κορμί της. Η είσοδός της στους δρόμους της πόλης προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερο σούσουρο και αναταραχή. Η μοίρα την έφερνε να επέστρεφε πίσω στο δικό της τόπο εντελώς διαφορετική απ' ότι έφυγε εκείνη τη μοιραία μέρα. Για μερικούς δεν ήταν παρά μια ζωντανή νεκρή. Για πολλούς μια εντελώς άγνωστη. Διάβαινε τους δρόμους της πόλης με έναν προορισμό. Το κεντρικό ανάκτορο. Τίποτα και κανείς δεν θα μπορούσε να την σταματήσει.

Το Δάσος της λήθηςWhere stories live. Discover now