1.2

144 16 0
                                    

 Πολύχρωμα τα σπίτια, μοσχοβολιστές οι αυλές. Έτσι ήταν οι γειτονιές στο νησί μου.

Οι αυλές μοσχοβολούσαν από τα παρτέρια που ασφυκτιούσαν μέσα κάθε λογής λουλούδι.

Γέμιζε το μάτι σου και η ψυχή σου χρώμα και άρωμα.

 Τα καλοκαίρια είχαν άλλο χρώμα. Ακόμα και εγώ που μισούσα αυτόν τον τόπο, κάπου βαθιά μέσα μου, τον αγαπούσα. Ίσως πάλι να τον αγαπούσα και άλλες εποχές του χρόνου. Μα έφταιγε και αυτός. Είχε τυλίξει την ζωή μου, είχε σηκώσει κάγκελα, σα να ήμουν φυλακισμένη, ήμουν φυλακισμένη. Τα όνειρά μου ήταν εγκλωβισμένα, όνειρα που είχαν φτερά έτοιμα να με πάνε μακριά.

 Όλοι μαζευόμασταν, τα καλοκαίρια, από νωρίς το πρωί. Το πρόγραμμα μεγάλο και απαιτητικό. 

Κανείς δεν γκρίνιαζε. Γινόμαστε και εμείς τουρίστες στον ίδιο μας τον τόπο. 

Τον αγαπούσα αυτό το ρόλο. Με έκανε να μοιάζω με ξένη, σαν μια ξένη που σύντομα θα έφευγε και θα γύριζε που; Αλήθεια που; Η φαντασία δεν μπορούσε να πλάσει αυτό το μακριά.

 Το μικρό σαραβαλάκι του αδελφού μου γινόταν όλος μας ο κόσμος. Με αυτό το μηχανάκι, που φώναζε και διαμαρτυρόταν για όλη αυτή την κακοποίηση, γυρίζαμε όλες τις παραλίες του νησιού. Πάντα μαζί. 

 Τα κορμιά μας είχαν πάρει σκούρο χρώμα. Η μάνα μας κάθε λίγο και λιγάκι έμπηγε τις φωνές, απουσία του πατέρα μας φυσικά. Είχε φωλιάσει και στην δική της ψυχή ο φόβος. Ποτέ δεν άκουγες την φωνή της όταν αυτός ήταν στο σπίτι.

 Τα βράδια πρώτος σταθμός η πλατεία, στη χώρα του νησιού, και πάλι όλοι εκεί να δίνουν το παρόν. Γέλια και χαρούμενα νεανικά πρόσωπα γέμιζε κάθε βράδυ η πλατεία.

Τους κοιτούσα έναν έναν, θαρρείς πως τους έβλεπα πάντα για πρώτη φορά <<άραγε να θέλουν και αυτοί να φύγουν;>> πάντα αναρωτιόμουν.

Ο αδελφός μου πάντα στην άκρη. Ήταν γεννημένος ώριμος. Ποτέ δεν πήρε μέρος σε καμία τρέλα της παρέας. Άλλος χαρακτήρας. Ίδια ψυχή.

 Είχε όνειρα και αυτός να φύγει, δεν ξέρω αν ήταν στον ίδιο βαθμό με την δική μου η επιθυμία του, ήθελε και αυτός να σπουδάσει. <<Αρχιτέκτονας θα γίνω. Θα φτιάχνω όμορφα κτήρια με την ελπίδα να ζουν μέσα όμορφες και ευτυχισμένες οικογένειες>>. Μεγάλα όνειρα και αυτός. Μεγάλα όμως όπως και το μπόι του. 

Ήταν το αγαπημένο παιδί όλου του νησιού. Πάντα πρόθυμο και καλόκαρδο. 

Πολλές φορές είχα πιάσει τις κουτσομπόλες της γειτονιάς να λένε <<η άλλη από ποια σωθικά να βγήκε και είναι τόσο δύστροπη;>> , δεν απαντούσα, γύριζα τις κοιτούσα και με το φρύδι σηκωμένο τις προσπερνούσα. 

 Την σκυτάλη έπαιρνε πάντα η κοντινή παραλία. Τα αγόρια άναβαν μια μεγάλη φωτιά και εμείς φέρναμε τις μπύρες. Τα πηγαδάκια έδιναν και έπαιρναν, μαζί και τα πρώτα καρδιοχτύπια.

Κάπου εκεί, σ' ένα τέτοιο βράδυ, γύρω από την φωτιά χτύπησε για πρώτη φορά και η δική μου. 

Αθώος και γλυκός αυτός ο κτύπος.    

Χωρίς Οίκτοحيث تعيش القصص. اكتشف الآن