3.1

71 10 0
                                    

 Το κινητό μου χτυπούσε σα τρελό, νωχελικά σύρθηκα στα αφράτα σκεπάσματά μου με σκοπό να το πιάσω, δεν πρόλαβα.

<<Θεέ μου τι παράλειψη;>> ήταν η πρώτη σκέψη όταν είδα το όνομα στην οθόνη.

Ο Χάρης είχε κάνει δέκα κλήσεις, προφανώς η κούραση από το ταξίδι με είχε βυθίσει σ' έναν ύπνο τόσο βαθύ που δεν το είχα ακούσει να χτυπά.

Σηκώθηκα γρήγορα, χρειαζόμουν επειγόντως καφέ, δεν ήξερα, δεν είχα φροντίσει να δω τι διέθεταν τα ντουλάπια του σπιτιού, είχα παρασυρθεί και η ώρα ήταν περασμένη.

Η καλή μου νεράιδα όμως είχε φροντίσει να βάλει το χεράκι της και εδώ, τα ντουλάπια διέθεταν τα πάντα, ότι μπορούσα να βάλω στο νου.

Το μόνο που είχα ανάγκη ήταν ο καφές, έβαλα γρήγορα το νερό να ζεστάνει και πήρα το κινητό μου, δεν πρόλαβε να χτυπήσει δεύτερη φορά και ήρθε η απάντηση.

-Κοριτσάκι μου, είσαι καλά; Ανησυχήσαμε Αννούλα, γιατί δεν μας πήρες;

Η Αντιγόνη ήταν εμφανώς ταραγμένη, σαν μάνα που περίμενε νέα από το παιδί της. Πόσο μου θύμισε την δική μου μάνα, την ταραχή και την αγωνία της την ημέρα που περίμενε το Νικήτα. Τελικά όλες οι μανάδες νιώθουν ακριβώς το ίδιο.

-Καλά είμαι Αντιγόνη μου, συγνώμη για την αναστάτωση που σου προκάλεσα, ήμουν τόσο κουρασμένη όμως από το ταξίδι που δεν κατάλαβα πότε με πήρε ο ύπνος.

-Εντάξει μικρή μου, έχεις δίκιο, εγώ είμαι υπερβολική. Για πες μου τώρα πως σου φάνηκε το Λονδίνο;

Η φωνή του Χάρη από μέσα της έλεγε να με αφήσει στην ησυχία μου, την πείραζε πως είχε ξεκινήσει αμέσως την ανάκριση.

Δεν μπορούσαν να φανταστούν πόσο ανάγκη είχα αυτού του είδους την ανάκριση, μια ζωή την πέρασα στο περιθώριο, μόνο ο Νικήτας ενδιαφερόταν, παιδί και αυτός όμως, δεν μπορούσε να μου εξασφαλίσει την γονική στοργή.

Χαμογέλασα, και τους διαβεβαίωσα πως μου άρεσε αυτή η ανάκριση, για μένα ήταν εκδήλωση αγάπης.

-Από το λίγο που είδα, γιατί οι δυνάμεις μου με εγκατέλειψαν, έχω μείνει έκπληκτη. Ξεπερνά την φαντασία μου. Όμως είναι κάτι που θέλω να συζητήσουμε άμεσα και με τους δυο σας.

Όσο και αν με ευχαριστούσε η πολυτέλεια στην οποία είχα βρεθεί, δεν μπορούσα να το αποδεχτώ. Ήξερα πως το έκαναν με αγάπη, αληθινή και αγνή, μα δεν είχα το δικαίωμα να το καρπωθώ.

Αμέσως και οι δυο κατάλαβαν ποιο ήταν το θέμα που ζητούσα να κουβεντιάσουμε, δεν με άφησαν να πω λέξη.

Το ακουστικό είχε τώρα ο Χάρης, μαζί και το πιο σοβαρό του ύφος. 

-Άκου Άννα, δεν υπάρχει κάτι να κουβεντιάσουμε, επειδή ξέρω πως σκέφτεσαι και τι παιδί είσαι, σου λέω πρώτη και τελευταία φορά πως όλα αυτά σου αξίζουν και με το παραπάνω. Και στο κάτω κάτω δεν μας χρεώνεις κάτι, το σπίτι αυτό ήταν του Άγγελου, τώρα ο Άγγελος εκεί που είναι δεν το έχει ανάγκη κορίτσι μου, ανήκει σε εσένα, δέξου το σαν δώρο για την ευτυχία που μας ξαναέφερες.

Δεν είπα κουβέντα, τα λόγια του με είχαν συγκινήσει. Μόνο κάτι μέσα μου με τρυπούσε σαν αγκάθι, <<ξέρω τι παιδί είσαι και τι αξίζεις>> πόσο ειρωνικό ήταν αυτό;

Τα άξιζα όλα αυτά; Αν μάθαινε την αλήθεια θα συνέχιζε να έχει την ίδια άποψη;  

Χωρίς ΟίκτοWhere stories live. Discover now