11.1

70 8 0
                                    

  ''Αυτοί που ζουν κοντά στη θάλασσα, είναι δύσκολο να κάνουν ακόμη και μια απλή μόνο σκέψη που η θάλασσα να μην αποτελεί μέρος της''

Hermann Broch

 Εκείνη μόνο μπόρεσε να κρατήσει τα μυστικά μου, εκείνη μόνο άκουσε και τις πιο σκοτεινές μου σκέψεις. Δεν ντράπηκα να της τα πω, την ίδια φουρτούνα περνούσαμε.

Η ηρεμία δεν ήταν δικό μας γνώριμα. 

Χαρίζαμε απλόχερα την γαλήνη μέχρι να φέρουμε το επόμενο κύμα.

Πόσο ίδιες είμασταν.....

 Ο Πέτρος δεν μπορούσε να πιστέψει πως δεν τα είχε καταφέρει να της προσφέρει την ψυχική γαλήνη.

Πάλευε πέντε ολόκληρα χρόνια. Όταν ήρθε η μικρή τους μπόρεσε να ανασάνει με ανακούφιση, έβλεπε το χαμόγελο ξανά στο πρόσωπό της.

Ούτε η μικρή Αντιγόνη δεν φάνηκε να έχει την δύναμη να την κρατήσει μακριά από το μαύρο τέρας που απειλούσε αδίστακτα να ρουφήξει και το τελευταίο ψήγμα ζωής.

 Όλοι ήταν δίπλα του, στάθηκαν βράχοι, δίχως να μπορούν να καταλάβουν για ποιο λόγο τόσο κακό σε αυτή την οικογένεια, το κακό το ριζικό τους είχε χτυπήσει για ακόμα μια φορά.

 Επέστρεψε σπίτι μόνος, δεν άντεχε την σκέψη του παιδιού, δεν είχε απαντήσεις στα ερωτήματά του, ούτε και ο ίδιος στα δικά του.

Πριν λίγη ώρα την είχε αποχαιρετήσει. Είχε μπει στη ζωή του τόσο ξαφνικά και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο έφυγε.

Δεν την κατηγορούσε που τον άφησε, μπορούσε πάντα να διαβάσει στα μάτια της την διαφορετικότητα.

 Το σπίτι του φάνηκε πιο άδειο από ποτέ, είχε χαθεί για πάντα το άλλο του μισό, γιατί η Άννα αυτό ήταν για τον ίδιο.

Κοίταζε γύρο του και παντού ένιωθε την παρουσία της. Ήξερε πως το μυαλό του δεν θα ησύχαζε εύκολα.

Με δυσκολία έφθασε στην κρεβατοκάμαρα, εκεί που έγιναν ένα. Πως θα μπορούσε να ξαπλώνει μόνος από εδώ και πέρα; 

Άνοιξε την ντουλάπα και μύρισε ένα ένα τα ρούχα της, ένιωσε το χάδι της, το μεθυστικό άρωμα του κορμιού της τον έκανε να ανατριχιάσει, όπως τότε που την είδε για πρώτη φορά να μπαίνει στην κλινική.

Τα δάκρυα δεν είχαν λόγο πλέον να καταπιέζονται, είχε κρατήσει άμυνες για χάρη της μικρής, έπρεπε να φανεί δυνατός, τώρα όμως επέτρεψε στον εαυτό του αυτή τη λύτρωση.

Τα πόδια του δεν τον κρατούσαν άλλο, κάθισε στην μεριά που κοιμόταν μέχρι εχθές η Άννα του, προσπάθησε να κλείσει τα μάτια και να τα ανοίξει, να διώξει τον εφιάλτη, να την δει δίπλα του να του χαμογελά, τίποτα όμως.

 Μέσα στην θολούρα του μυαλού του διέκρινε ένα χαρτάκι με το όνομά του, ήταν τα γράμματά της.

  ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΤΡΟ ΜΟΥ.....

Το πήρε στα χέρια του και τρέμοντας το άνοιξε.

 Αγάπη μου....

ξέρω πως σε πόνεσα πολύ με την απόφασή μου, μην με κρίνεις βιαστικά, δεν είχα άλλη επιλογή. Γεννήθηκα με το κακό ριζωμένο μέσα μου, όσο και αν πάλεψα, όση ευτυχία και αν μου χάρισες, το κακό κάθε βράδυ ερχόταν. Δεν άξιζε ούτε σ' εσένα ούτε στο μικρό μου θησαυρό αυτή η ζωή, είμαι σίγουρη πως θα βρείτε την ευτυχία που σας αξίζει.

Για να βρω και εγώ την γαλήνη στο ταξίδι που πάω θέλω να κάνεις κάτι για μένα....

Διόρθωσε την αδικία που έγινε για να είμαι εγώ ελεύθερη....

Θα βρεις ότι χρειάζεσαι στο συρτάρι μου.

                                                                                                    Σ'ΑΓΑΠΩ ακόμα και εδώ που είμαι.

                                                                                                            Η Αννούλα σου!

Ήξερε πολύ καλά τι του ζητούσε να κάνει, ήταν έτοιμος να πραγματοποιήσει μια ακόμα επιθυμία της.

 Όλα θα άλλαζαν.....


  

Χωρίς ΟίκτοWhere stories live. Discover now