2.5

66 9 0
                                    

 Ο Μάνος, μπροστά μου, ολοζώντανος, με σάρκα και οστά.

Το βλέμμα μου είχε παγώσει επάνω του, όχι από έκπληξη, από οργή.

Δεν μπορούσα να διανοηθώ με ποιο δικαίωμα με τραβολόγησε έτσι έξω. Με είχε δει, μπορούσε απλά να με χαιρετήσει, δεν είχε το δικαίωμα μιας τέτοιας κίνησης.

-Αννούλα τι κάνεις εδώ; Και κυρίως τι κάνεις σε αυτά τα χάλια;

-Πως είπαμε το ονοματάκι σου; Α! Ναι Μάνος, λοιπόν Μάνο, είμαι η Άννα και όχι η Αννούλα και λογαριασμό δεν δίνω σε κανέναν και για κανέναν λόγο, άντε τώρα στην παρέα σου να πάω και εγώ στη δική μου, θα με περιμένουν.

Την κατάλληλη στιγμή βγήκε η Μαρία, με είχε χάσει και ανησύχησε.

-Αννούλα, όλα καλά εδώ;

-Είδες που είσαι ακόμα η Αννούλα;

Ήταν η τελευταία του κουβέντα, γύρισε κύριος και έφυγε.

Η Μαρία δεν με ρώτησε τίποτα, με έβαλε μέσα στο μικροσκοπικό της αμαξάκι και με πήγε σπίτι.

Σε όλη την διαδρομή κοίταζα έξω από το παράθυρο, ήθελα να αποφύγω το βλέμμα της. Τα σωθικά μου αντί να ηρεμούν γίνονταν ακόμα χειρότερα. Δεν ήξερα αν θα κατάφερνα να φθάσω μέχρι το σπίτι.

Με ανέβασε στο διαμέρισμά μου και αφού μου έβγαλε τα ρούχα με έβαλε να ξαπλώσω, δεν με ρώτησε τίποτα παρά μόνο έμεινε εκεί δίπλα μου όλο το βράδυ.

 Το πρωί το κεφάλι μου πονούσε, ένιωθα πως με χτυπούσαν με σφυριά. Η Μαρία είχε κάνει ένα μικρό θαύμα στην κουζίνα, ένα πλούσιο πρωινό με περίμενε, φυσικά και μια μικρή ανάκριση.

-Φάε χωρίς διαμαρτυρίες και ξεκίνα να μου λες τι σκατά ήταν το χθεσινό.

Δεν είχε χάσει το χρόνο της, μπήκε κατευθείαν στο θέμα.

-Μαρία να χαρείς, το κεφάλι μου θα σπάσει, να το αφήσουμε για αργότερα;

-Σου έχω την λύση, πάρε το παυσίπονο και ξεκίνα, ξέρεις πως δεν θα σταματήσω αν δεν μου πεις.

-Κέρδισε, αυτός ήταν ο Μάνος.

-Καλά το κατάλαβα, μάλιστα, και τραμπούκος ο κύριος, και τι ήθελε;

-Δεν γνωρίζω, για την ακρίβεια δεν φρόντισε να μου πει.

-Να σου πω εγώ τι ήθελε, σε είδε έτσι ντυμένη, είδε να τραβάς τα βλέμματα επάνω σου και ο κύριος ένιωσε πως έχανε το τρόπαιο, αυτό ήθελε, να σου δείξει την υπεροχή του.

-Δεν ξέρω τι ήθελε, ξέρω μόνο τι θέλω εγώ.

-Ξέρεις Αννούλα;

Δεν της απάντησα. Δεν ήξερα τι ήθελα, δεν ήξερα τι ένιωθα.

Λίγη ώρα μετά η Μαρία έφυγε για το μαγαζί, εγώ πείρα αναγκαστικό ρεπό, στην κατάστασή μου δεν ήμουν σε θέση να δουλέψω.

Καθισμένη στο μπαλονάκι μου άρχισαν μαύρες σκέψεις να με τυλίγουν, τι είχα νιώσει όταν τον είδα; Ήταν οργή ή μήπως ακόμα και τώρα η καρδιά μου χτυπούσε;

Ότι και να ήταν, αυτός ο άνθρωπος δεν είχε θέση στη ζωή μου. 

Χωρίς ΟίκτοWhere stories live. Discover now