1.6

86 13 0
                                    

 Δεν ήξερα αν έτσι έπρεπε να γίνει. Ήταν η πρώτη μου φορά. Ήμουν ζαλισμένη, από ποτό και από την επιθυμία μου. Δεν ξέρω αν πραγματικά το ήθελα, ξέρω ότι ήθελα να τον ευχαριστήσω.

Ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβα πως στη ζωή πολλές φορές ακολουθούμε τα θέλω και τις επιθυμίες των άλλων, τα βαφτίζουμε δικά μας, από φόβο, από ανικανότητα να διεκδικήσουμε αυτό που εμείς θέλουμε.

 Εκείνο το πρωί θυμάμαι ήταν η πρώτη φορά που κοίταξα την μάνα μου βαθιά στα μάτια.

Τώρα έβλεπα, ξεχώριζα το βλέμμα της, ήταν μια γυναίκα χωρίς δικά της θέλω.

Άραγε εγώ γιατί τα έβαλα στην άκρη; Είχα δικά μου, δεν χρειαζόμουν κανενός.

Το είχα πάρει απόφαση, αυτό θα ήταν και το τέλος με τον Μάνο. Δεν μπορούσα να μου επιβάλλει τα δικά του θέλω και εγώ να παραγκωνίζω τα δικά μου, όχι ήταν κακή επιρροή. Εγώ δεν ήμουν η μάνα μου, εγώ δεν θα άφηνα κανέναν να μπει στην ψυχή μου και να επιβληθεί.

 Στο καθιερωμένο μεσημεριανό μας μπάνιο είμασταν όλοι εκεί, όλοι εκτός από εκείνον.

Πως μπορεί να με επηρέαζε η απουσία του, είχα πάρει την απόφασή μου, τι ήταν αυτό το τσίμπημα που ένοιωθα στην καρδιά;

-Μην τον ψάχνεις, έφυγε.

Η Λυδία είχε καταλάβει πως τον έψαχνα απεγνωσμένα και φρόντισε να με ενημερώσει.

-Τι εννοείς έφυγε;

-Έφυγε, σήμερα το πρωί για την Αθήνα. Εσύ γιατί χλόμιασες;

Είχα χάσει κάθε ίχνος ζωής. Έφυγε, πως μπόρεσε να το κάνει αυτό; Γιατί να φερθεί έτσι;

Τελικά όλοι οι άντρες είχαν ένα κοινό γνώρισμα, όσο ωραίο και αν ήταν το περιτύλιγμα, το μέσα έζεχνε σαπίλα.

Βούτηξα και άρχισα να κολυμπάω, σταμάτησα όταν δεν είχα άλλες ανάσες, έξω όλα φαίνονταν τόσο μικρά, δεν με ένοιαζε, ήθελα να μείνω μόνη.

Με είχε πληγώσει, μου είχε αφαιρέσει το δικαίωμα της επιλογής το προηγούμενο βράδυ και τώρα μου αφαιρούσε και κάθε ίχνος αξιοπρέπειας.

Μόνο όταν οι δυνάμεις μου με εγκατέλειπαν αποφάσισα να γυρίσω πίσω. Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν μέσα, τα βλέμματα όλων μου φανέρωσαν πως πρέπει να ήμουν αρκετή.

Δεν με ένοιαζε τίποτα, ούτε καν ο Νικήτας που με κοιτούσε γεμάτος απορία και έκπληξη ταυτόχρονα.

Έκλαιγα, δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου, μα δεν το είχα καταλάβει, ήταν δάκρυα ψυχής.

Δεν είπα τίποτα σε κανέναν, μάζεψα τα πράγματά μου και έφυγα.

Έφτασα στο σπίτι σε άσχημη κατάσταση. Δεν νοιάστηκα να κρυφτώ, ποιον ένοιαζε πως ήμουν εγώ;

Ο Νικήτας είχε μείνει πίσω με τους άλλους, είχα όλο τον χρόνο και τον χώρο να θρηνήσω. 

Να θρηνήσω την εγκατάλειψη, να πονέσω για την ανοησία μου να αφήσω κάποιον να τρυπώσει έτσι μέσα στην ψυχή μου. 


  


Χωρίς ΟίκτοWhere stories live. Discover now