1.10

81 10 0
                                    

 Πόσο χρόνο θέλει να χαθεί μια ζωή; Δευτερόλεπτα, τόσα χρειάστηκαν για να χαθούν δυο από την δική μου.

Χρειάστηκε να έρθει ο θάνατος για να μάθω ποια ήταν η μάνα μου. Μέχρι τότε δεν είχα την ανάγκη να την γνωρίσω και τώρα η απουσία της ήταν το πιο ισχυρό σοκ.

 Με τον πατέρα μου δεν υπήρξε ποτέ καμία προσπάθεια επικοινωνίας. Παραδόθηκε και αυτός στα πάθη του. Δεν ξέρω αν πόνεσε ποτέ από τον χαμό τους, δεν με άφησε ποτέ να δω.

Το ποτό είχε γίνει δεύτερη φύση του, αυτός είχε το ποτό και εγώ το όνειρο για φευγιό.

Δεν με ένοιαζε να τον αφήσω πίσω, δεν με πονούσε η δική του πορεία.

Μεγάλωνε το χάσμα μεταξύ μας. 

 Ο χρόνος λένε είναι ο καλύτερος γιατρός, για μένα όχι. Έξυνα μόνη μου την πληγή για να αιμορραγεί. Έτσι ένοιωθα ζωντανή.

Μόνη σταθερά πια στη ζωή μου ήταν η Λυδία. Αυτή μόνο με άκουγε και με ένοιωθε, όσο μπορούσε ένας άνθρωπος που τα είχε όλα. 

 Κύλησε ο καιρός, όσο και αν ήθελα να τον παγώσω, αυτός τα κατάφερε και ξεγλίστρησε. 

Το καλοκαίρι ήρθε, μαζί του ήρθαν και αναμνήσεις. 

Δεν ήμουν πια η ίδια, ποτέ δεν θα ήμουν ξανά η ίδια. Είχα πονέσει τόσο βαθιά που πίστευα πως δεν θα με άγγιζε ποτέ ξανά τίποτα. 

Είχα κάνει λάθος. Πάντα η ψυχή έχει απόθεμα.

 Είχε έρθει, είχε κρατήσει την υπόσχεσή του, ήταν εκεί. Με περίμενε στο καφέ στη χώρα, δεν ήξερα αν έπρεπε να πάω, δεν ήξερα αν είχα δικαίωμα στην χαρά, στην ευτυχία.

Είχα βουλιάξει στο πένθος και δεν ήθελα να βγω στην επιφάνεια.

Την τελευταία στιγμή πήρα την απόφασή μου, θα πήγαινα για τελευταία φορά.

Δεν θα μου επέτρεπα να έχω μερίδιο στην ευτυχία. Τιμωρούσα τον εαυτό μου σα να είχα διαπράξει έγκλημα. Έτσι έβλεπα τον έρωτα, έγκλημα. 

 Δεν είχε αλλάξει καθόλου, είχε περάσει ένας ολόκληρος χρόνος και όμως ήταν το ίδιο γοητευτικός. Μόνο εγώ είχα αλλάξει, είχα μεγαλώσει απότομα. Είχα αφήσει στην άκρη την μικρή Αννούλα, την είχα θάψει μαζί τους.

Τα μάτια του με κοιτούσαν γεμάτα πόνο, με ένοιωθε, ένοιωθε τον δικό μου πόνο.

Δεν χρειάστηκε να του πω τίποτα, ποτέ δεν χρειάστηκε. Με έκλεισε στην αγκαλιά του και με άφησε να κλάψω.

Δεν έκανα καμία προσπάθεια να φύγω από εκεί.

Με όποια πρόθεση και να είχα ξεκινήσει την είχα κάνει στην άκρη. Τον είχα μεγαλύτερη ανάγκη απ' ότι πίστευα.

Κρατήθηκα από πάνω του και τον άφησα να με οδηγήσει στα δικά του μονοπάτια.

Ήθελα να έχω κάτι να με κρατά στη ζωή και αυτός ήταν ο μόνος που είχε την δύναμη να το κάνει.   

Χωρίς ΟίκτοWhere stories live. Discover now