10.8

58 8 0
                                    

 Ήταν τόσο έντονη η παρουσία, ήξερα χωρίς καν να κοιτάξω, δεν ήμουν μόνη.

Με τρόμαζε η σκέψη του να έχω θεατές, όχι για την τιμωρία που θα ερχόταν, ήθελα αυτό που δημιούργησα να έχω την πολυτέλεια να το απολαύσω μόνο εγώ.

-Κορίτσι μου γιατί;

Ήταν μια γνώριμη φωνή που έφθανε στα αυτιά μου. 

-Άννα, κάνε πίσω!

Άλλη μια φωνή τόσο οικεία, μια φωνή που ένιωθα να γαληνεύει την ψυχή μου.

 Βρισκόμουν στο πάτωμα, είχα αγκαλιάσει τα πόδια μου και προσπαθούσα να σταματήσω τον πόνο. 

Ποτέ ξανά δεν θα σταματούσα, είχα γίνει ότι μισούσα, δεν απέδιδα δικαιοσύνη, ένας τιμωρός ήμουν που είχα αγγίξει το έγκλημα πριν καλά καλά το καταλάβω, για την ακρίβεια δεν το κατάλαβα ποτέ. Είχα περάσει την λεπτή γραμμή που χωρίζει το σωστό και το λογικό με την παράνοια και το έγκλημα.

 Άκουσα την Αντιγόνη με ψυχραιμία να δίνει οδηγίες στον Πέτρο, έπρεπε να με απομακρύνει από το σημείο όσο ήταν καιρός.

Ο Πέτρος την άκουγε και με ταχύτατους ρυθμούς έκανε πράξη όσα του πρόσταζε.

Δεν ήξερα τι ήταν αλήθεια και τι όχι, είχα βυθιστεί στον δικό μου κόσμο, ένα κόσμο σιωπής και θλίψης. Θλίψη όχι για όσους έφυγαν, μόνο για μένα, για τον εαυτό μου που τον άφησα να χαθεί, για τα όνειρα που είχα και τα πέταξα δίχως οίκτο.

 Σειρήνες ακούγονταν παντού, το τέλος ερχόταν και εγώ θα το αντιμετώπιζα, εγώ το είχα διαλέξει.

-Έλα επάνω, μην σκεφτείς να μιλήσεις, θα συμφωνείς σε ότι ακούς, τα υπόλοιπα είναι δική μου δουλειά. Η φωνή του Πέτρου, τελείως διαφορετική πια, δεν μου μιλούσε με πρόσταζε, μα ένιωθα τόσο ανήμπορη που απλά έκανα ότι μου είπε.

Το τελευταίο πράγμα που ένιωσα πριν εγκαταλείψω εκείνο το μέρος ήταν το χάδι την Αντιγόνης, σα μάνα που χαϊδεύει και φιλά το παιδί της, ένα παιδί που ίσως δεν το ξαναδεί.

 Οι σκάλες που με οδηγούσαν στον επάνω όροφο, εκεί όπου η ζωή συνέχιζε με κανονικούς ρυθμούς, σα να είχαν πολλαπλασιαστεί. 

Τώρα ένιωθα τον τρόμο, τώρα καταλάβαινα τι ερχόταν.

 Κάθισα στον καναπέ και το μόνο που κατάφερα να φέρω στο μυαλό μου ήταν ο Νικήτας και η μάνα μου, τους είχα απογοητεύσει και αυτούς, ήμουν τελικά ένα κάθαρμα, μια βρώμικη ψυχή σαν του πατέρα μου που απλά περίμενε την αφορμή για να βγει στην επιφάνεια.

-Άννα; Άλλη μια γνώριμη φιγούρα μέσα στη θολούρα του μυαλού μου.

Ο φύλακας άγγελός μου ήταν εκεί, αυτός που πάντα με προστάτευε, αυτός που πάντα φοβόμουν, πόσο ειρωνικό; Είχα αφήσει την ζωή μου σε χέρια που ήταν έτοιμα να μου αφαιρέσουν την πνοή και φοβόμουν την σκιά αυτού που ήθελε να με κρατήσει ασφαλή.

-Κύριε Οικονόμου, ελάτε μαζί μου στο υπόγειο του σπιτιού, η Άννα δεν είναι σε θέση να σας μιλήσει αυτή την στιγμή.

Η παράξενη σκιά που με ακολουθούσε πιστά τόσο καιρό ένευσε καταφατικά στον Πέτρο και σε κλάσματα δευτερολέπτου χάθηκαν στο σκοτάδι του υπογείου και της ψυχής μου.

 Έμεινα εκεί, δεν είχα άλλη επιλογή, περίμενα καρτερικά να έρθει το τέλος μου.

 Όμως αργούσαν, και λυγμοί έφθαναν στα αυτιά μου. Τότε σκέφτηκα την Αντιγόνη, όποιος και να ήταν ο άντρας της, εγώ είχα αποφασίσει την μοίρα του. Θρηνούσε μια ζωή μαζί του.

 Ξαφνικά το σαλόνι γέμισε κόσμο, κόσμο που έλεγε περίεργα πράγματα. Δεν μπορούσα να συγκροτήσω την σκέψη μου και να καταλάβω τι είχε γίνει, ίσως και ποτέ να μην τα κατάφερνα.



   '' Αν και πέρασε ο καιρός η ιστορία θα βρει το τέλος.....! Έρχονται πράγματα και καταστάσεις στην ζωή που μας πάνε πίσω, όμως όταν αγαπάς κάτι πάντα βρίσκεις τον τρόπο. Τα επόμενα κεφάλαια οδηγούν σε εκπλήξεις, άλλες δίκαιες και άλλες όχι...σαν τη ζωή!

Σας ευχαριστώ για την υπομονή!''

Χωρίς ΟίκτοWhere stories live. Discover now