κεφάλαιο 3

19.2K 1.5K 51
                                    


ΑΡΗΣ

Αργά το απόγευμα όταν σηκώθηκα ένιωθα άλλος άνθρωπος, ξεκούραστος και φρέσκος, ο ύπνος με είχε βοηθήσει να ανακάμψω και ήμουν έτοιμος να βγω και να περάσω καλά. Με αυτή τη σκέψη στο μυαλό μου άρχισα να ετοιμάζομαι. Μίλησα με την Κλειώ στο τηλέφωνο και κανονίσαμε να περάσω να την πάρω, θα πηγαίναμε για φαγητό και έπειτα θα συναντούσαμε τον Μάνο. Φόρεσα ένα τζιν παντελόνι με ένα λευκό φανελάκι και από πάνω ένα από τα αγαπημένα μου δερμάτινα τζάκετ, τα κυριλέ δεν ήταν για εμένα!

Σταμάτησα την μηχανή έξω από την πολυκατοικία της και της τηλεφώνησα για να κατέβει. Δεν άργησε καθόλου γιατί ήξερε ότι δεν μου άρεσε να περιμένω. Την είδα να βγαίνει από την είσοδο και παρατήρησα το πρόσωπο της να αλλάζει και να παίρνει μια έκφραση απέχθειας μόλις είδε ότι ήμουν με την μηχανή.

«Αμάν ρε Άρη! Πάλι με τη μηχανή ήρθες; Αφού έχεις αυτοκίνητο γιατί κυκλοφορείς με αυτό το πράγμα;» ωχ! Η προσφώνηση της δεν μου άρεσε καθόλου. Ήταν η δεύτερη φορά σήμερα που κάποια αποκαλούσε τη μηχανή μου πράγμα. Όσο η Κλειώ συνέχιζε την γκρίνια, εγώ απλά την κοιτούσα με απάθεια περιμένοντας να τελειώσει κάποια στιγμή τον μονόλογο της. Όταν επιτέλους το έκανε, συγκράτησα τον εκνευρισμό που ένιωθα, γιατί δεν ήθελα να χαλάσω την βραδιά μου και μένοντας απόλυτα ψύχραιμος την ρώτησα τι σκόπευε να κάνει.

«Θα ανέβεις ή να φύγω;» κατάλαβε ότι θα έβγαινε χαμένη από τη συμπεριφορά που είχε και ξεφυσώντας προσπάθησε να ανέβει πίσω μου. Φορούσε ένα πολύ στενό κόκκινο φόρεμα και ψηλές γόβες, δυσκολευόταν πολύ αλλά δεν με ενδιέφερε, ήμουν σίγουρος ότι το ήξερε, πως θα ερχόμουν με τη μηχανή. Όταν επιτέλους κατάφερε να βολευτεί με αγκάλιασε και ξεκινήσαμε.

Σχεδόν σε ολόκληρη τη διαδρομή παραπονιόταν μέσα στο αυτί μου πόσο άβολα ένιωθε, πίστευε πως όλοι την κοιτούσαν. Μου έλεγε ότι κρύωνε, ότι ο αέρας χαλούσε το μακιγιάζ της και ένα σωρό άλλα... Κάποια στιγμή έτοιμος ήμουν να την κατεβάσω και να την παρατήσω. Έκανα υπομονή και τελικά φτάσαμε σε ένα εστιατόριο με ιταλική κουζίνα που μου άρεσε πολύ. Από το πρώτο πιάτο που μας έφεραν, η Κλειώ ξεκίνησε πάλι την γκρίνια. Η διάθεση μου είχε χαλάσει και με το ζόρι κρατιόμουν μη σηκωθώ και φύγω. Όταν τελειώσαμε το δείπνο μας με ρώτησε που θα συνεχίσουμε και της είπα για το μπαράκι με την ροκ βραδιά. Δεν ήθελε ούτε να το ακούσει και μέχρι να την πείσω με έσκασε. Το είχα ήδη χιλιομετανιώσει που την είχα πάρει μαζί.

Βαρέα και ανθυγιεινάWhere stories live. Discover now