Κεφάλαιο 11

118 32 5
                                    


Η Κάσι είναι πλέον παγιδευμένη στο όνειρο της. Παγιδευμένη και έτοιμη να πεθάνει. Είναι πεσμένη στο πάτωμα του σπιτιού της θείας της και αιμορραγεί. Νομίζει πως ήρθε το τέλος της και αυτό που την στεναχωρεί είναι που η ίδια της η θεία είναι αυτή που την έφερε σε αυτή την κατάσταση, επειδή ήθελε απλώς παρέα στην μεταθανάτια ζωή. Πλαντάζοντας στο κλάμα σκέφτεται πως είναι δυνατόν αυτή η δυναμική γυναίκα που ήξερε και αγαπούσε μπορούσε να μετατραπεί σε τέτοιο «τέρας». Είναι τρομακτικό και μόνο που το σκέφτεται.

Καθώς είναι πεσμένη στο πάτωμα και έχει μαζευτεί σε μια γωνιά κρατώντας τα πόδια της, ξαφνικά χαλαρώνει και συνειδητοποιεί ότι δεν πονάει. Καταλαβαίνει ότι βρίσκεται στο δικό της όνειρο και κάνεις δεν μπορεί να την βλάψει εδώ που βρίσκεται. Βρίσκει την δύναμη της πάλι και σηκώνεται. Πάει μπροστά στην θεία της και στέκεται καμαρωτή μπροστά της. Ένας χαμός επικρατεί γύρω της, ενώ η Φοίβη την βλέπει όρθια και τα χάνει.

Ξαφνιάζεται, γιατί πριν λίγο την είχε πυροβολήσει και από τον πόνο που ένιωθε έπρεπε να παρακαλάει να πεθάνει και τελικά να η ψυχή της να αφήσει το κορμί της μια ώρα νωρίτερα, όπως έκανε και αυτή πριν δύο βδομάδες, και όχι να είναι μπροστά της. Δύο λέξεις καταφέρνει να ξεστομίσει πριν μιλήσει η Κάσι.

«Μα, πως;» είναι το μόνο που βγαίνει από το στόμα της.

«Είμαι σε δικό μου όνειρο», αποκρίνεται με θάρρος και τόλμη, «κάνεις δεν μπορεί να με βλάψει στο ίδιο μου το όνειρο εκτός αν το θελήσω εγώ. Πράγμα που πραγματικά δεν θέλω. Λοιπόν, πες μου. Γιατί προσπάθησες να με σκοτώσεις, αγαπημένη θεία;» λέει γεμάτη ειρωνεία και θυμό στο βλέμμα της.

«Εγώ απλά», προσπαθεί να πει χωρίς να έχει το κουράγιο από την ταραχή, «απλά δεν ήθελα να είμαι μόνη μου».

«Και προτίμησες να με σκοτώσεις για να έχεις παρέα», φωνάζει στην γυναίκα που είναι τελείως διαφορετική από αυτή που θυμόταν. «Δεν βλέπεις τον θείο και την Άλεξ εδώ;» ρωτάει με χαμηλότερο ύφος.

«Δεν τους βρήκα ακόμη», ψελίζει με δάκρυα στα μάτια φανερά μετανιωμένη. «Συγγνώμη. Χίλια συγγνώμη. Δεν έπρεπε να σου το κάνω αυτό».

«Επειδή δεν τους βρήκες θέλησες να βρεις άλλη παρέα;» απαντάει λυπημένη και καταρρακωμένη. «Την ίδια σου την ανιψιά; Τόσο πολύ με μισείς τελικά;»

«Δεν σε μισώ. Αντιθέτως, σε αγαπάω πάρα πολύ», λέει και σκύβει το κεφάλι από την ντροπή της για να μην την βλέπει, όχι πως με το λιγοστό φως που υπάρχει είναι εύκολο. «Έχεις απόλυτο δίκιο, δεν ανήκεις εδώ. Εδώ ανήκω εγώ και κανένας άλλος. Δεν απορώ πώς δεν συνάντησα την οικογένεια μου ακόμα. Με μισούν, όπως με μισείς κι εσύ τώρα».

Κυνήγι Ψυχών | Η τριλογία των ψυχών: Βιβλίο Πρώτο #Wattys2016WinnerWhere stories live. Discover now