Κεφάλαιο 32

75 21 5
                                    


Έχει περάσει σχεδόν μία βδομάδα από το περιστατικό. Η Λία βρίσκεται στο διαμέρισμα της μόνη της με τον Τζούλιαν, αφού οι γονείς τους έχουν πάει στην δουλειά τους, και απολαμβάνουν το πρωινό τους στο τραπέζι της κουζίνας ενώ συζητάνε. Βασικά, περισσότερο η Λία κάνει παράπονα, παρά συζητάνε μεταξύ τους.

«Και πότε θα φύγεις ακριβώς;» ρωτάει η Λία τον αδερφό της χωρίς να θέλει να ακούσει την απάντηση.

«Σε καμιά βδομάδα περίπου. Έχω χάσει αρκετά μαθήματα και πρέπει να πάω να αναπληρώσω το κενό. Πρέπει να πάρω σημειώσεις, να διαβάσω όσα έχασα και...», ξεκινάει να της λέει όλο το πρόγραμμα που έχει ετοιμάσει στο μυαλό του, το οποίο πολύ πιθανόν να μην ακολουθήσει τελικά, πριν τον διακόψει η Λία απότομα.

«Τόσο σύντομα;» ρωτάει προσποιούμενη την ταραγμένη.

«Ναι, πες μας τώρα ότι δεν θέλεις να φύγω, να βάλω τα γέλια και να μην μπορώ να σταματήσω».

«Καλά, δεν είναι ότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, προς Θεού, απλά τώρα τελευταία έρχεσαι ελάχιστα. Μέχρι και τις γιορτές των Χριστουγέννων δεν τις περάσαμε σαν οικογένεια».

«Το Μπρίτζπορτ είναι στην άλλη άκρη της γης. Πώς στο καλό περιμένεις να έρχομαι συνέχεια;»

«Στην άλλη άκρη της γης; Σοβαρά τώρα; Η απόσταση είναι δύο ώρες με το ζόρι, κι αυτό εάν πάρεις το τρένο που πηγαίνει πιο αργά κι από μια κουτσή γυναίκα με κράμπα στο πόδι».

Ο Τζούλιαν μπορεί να αισθανθεί πως η ατμόσφαιρα γίνεται πιο έντονη και η ώρα δεν έχει πάει ούτε καν οχτώ. Θέλει να απαντήσει σε αυτό που μόλις τώρα του είπε, αλλά γνωρίζει πολύ καλά πως είναι πολύ δύσκολο να πάει κάποιος κόντρα στην Λία. Πάντα βρίσκει την κατάλληλη απάντηση και με κάποιον μαγικό τρόπο «κερδίζει» τον καβγά. Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει όταν ο άλλος σταματάει την συζήτηση οικειοθελώς. Έτσι, δεν έχει να κερδίσει τίποτα, αφού δεν υπάρχει καβγάς.

Την στιγμή σώζει το κουδούνι της εξώπορτας που αρχίζει να χτυπάει σαν τρελό. Ο Τζούλιαν παίρνει μια βαθιά ανάσα ικανοποίησης, ρίχνει ένα βλέμμα στην αδερφή του που τον κοιτάει κι αυτή με βλέμμα «σε έσωσε το κουδούνι, αλλά δεν τελειώσαμε εδώ» και σπεύδει να ανοίξει την πόρτα.

Μπροστά του εμφανίζεται η Κάσι, η οποία προφανώς και δεν ήρθε για να δει τον Τζούλιαν με το μποξεράκι και το φανελάκι κολλημένο πάνω του. Μόλις την βλέπει αυτός μένει κόκαλο, γιατί εννοείται πως δεν ήθελε να τον δει με αυτή την αμφίεση. Αυτή, όμως, δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για αυτό και τον καλημερίζει σα να μην είδε τίποτα (πράγμα αδύνατον, αφού κάτι τέτοιο δεν περνάει απαρατήρητο).

«Κάσι», φωνάζει η Λία με μπουκωμένο στόμα μέσα από την κουζίνα και τρέχει να την υποδεχτεί. Μόλις φτάνει κοντά της, καταπίνει ό,τι κι αν ήταν αυτό που έβαλε στο στόμα της και λέει: «Πώς κι από εδώ; Συνήθως εγώ έρχομαι το πρωί από το σπίτι σου».

«Θέλω να σου μιλήσω λίγο αν μπορείς», της λέει με σοβαρό ύφος.

«Φυσικά. Τι ακριβώς θέλεις να μου πεις;»

Η Κάσι ρίχνει μια ματιά στον Τζούλιαν, ο οποίος δεν έχει φύγει από δίπλα τους ακόμα, κι επιστρέφει το βλέμμα της στην Λία.

«Θα προτιμούσα να μιλούσαμε μόνες μας καλύτερα».

«Ω», βγάζει μια πνιχτή κραυγή ο Τζούλιαν, καθώς έπιασε το υπονοούμενο που μόλις πέταξε η Κάσι. «Εγώ καλύτερα να πάω στο δωμάτιο μου να...», λέει χωρίς να τελειώσει την φράση του.

«...βάλεις παντελόνι να φανταστώ», ειρωνεύεται η Κάσι.

«Ναι, αυτό», της απαντάει ντροπιασμένο και φεύγει σαν βρεγμένη γάτα για το δωμάτιο του.

Χωρίς να χάσει στιγμή παραπάνω, η Κάσι κάθεται στον καναπέ και περιμένει την Λία να την συνοδεύσει. Αυτή καταλαβαίνει την σοβαρότητα της κατάστασης και πηγαίνει αμέσως δίπλα της και της κάνει νόημα να ξεκινήσει.

«Θέλω να με καλύψεις στο σχολείο σήμερα».

«Γιατί δεν θα έρθεις;» αναρωτιέται η Λία. «Πού θα πας;»

«Θέλω να πάω να επισκεφτώ τον Ντάνιελ. Είναι μία βδομάδα εκεί μέσα κι εγώ δεν έχω πάει ούτε μία φορά».

«Φυσικά και μπορώ να σε καλύψω, αλλά δεν καταλαβαίνω. Γιατί δεν έχεις πάει ακόμα; Νόμιζα πως είχες πάει όταν πήγαν και οι γονείς σου».

«Φυσικά και δεν πήγα», απαντάει εμφανώς θυμωμένη. «Δεν με αφήνουν να πάω να τον δω. Λένε ότι δεν θα μου είναι ευχάριστο το θέαμα και θα με στιγματίσει για μία ζωή. Εγώ αυτό που έχω να πω είναι: "Μαλακίες"».

«Μα δεν είσαι παιδάκι. Είσαι δεκαοχτώ χρονών. Μπορείς μια χαρά να χειριστείς μια τέτοια κατάσταση».

«Ναι», ειρωνεύεται αμέσως, «πες το αυτό στην μαμά μου να δω τι θα σου απαντήσει... Τέλος πάντων, θα με καλύψεις;»

«Σου είπα ήδη ότι θα το κάνω. Δώσε τα χαιρετίσματα μου στον Ντάνιελ και πες του να κρατάει γερά. Ελπίζω να βγει έξω σύντομα».

«Κι εγώ το ίδιο, αλλά εκείνο το CD δεν είναι υπέρ του», λέει απαισιόδοξα.

«Τελικά όντως τον έδειχνε να πυροβολάει την θεία σας;» ρωτάει η Λία χωρίς να ξέρει τι είδαν τελικά όταν πήγαν την επόμενη μέρα στο τμήμα.

Η σιωπή της Κάσι είναι η απάντηση που δεν ήθελε να πάρει, αλλά τελικά την πήρε. Η απογοήτευση στο βλέμμα της τα λέει όλα από μόνη της. Το CD όντως περιείχε ό,τι είπε ο Άντριου ότι περιείχε και αυτό αποτελούσε γερό χαρτί για το δικαστήριο.

Κυνήγι Ψυχών | Η τριλογία των ψυχών: Βιβλίο Πρώτο #Wattys2016WinnerDonde viven las historias. Descúbrelo ahora