Κεφάλαιο 49

62 17 0
                                    

«Πού είναι;» προσπαθεί να καταλάβει τον λόγο που δεν απαντάει στο τηλέφωνο της. Είναι η τρίτη φορά που την παίρνει, αλλά δεν έχει απαντήσει ούτε μία φορά. Έτσι, το μόνο που κάνει είναι βόλτες σε ολόκληρο το διαμέρισμα.

Την αγωνία του διακόπτει η αδερφή του που μπαίνει μέσα στο σπίτι όσο πιο διακριτικά μπορεί, αλλά ο Τζούλιαν την περιμένει πίσω από την πόρτα. Μόλις τον βλέπει ξαφνικά, ταράζεται ολόκληρη ρίχνοντας την τσάντα της στο πάτωμα. Δεν είχε προλάβει να κουμπώσει το φερμουάρ όταν έβγαλε τα κλειδιά, για να ανοίξει την πόρτα κι, έτσι, χύθηκαν από μέσα όλα της τα πράγματα.

«Πού ήσουν;» την ρωτάει στην τσίτα.

«Είσαι με τα καλά σου, άνθρωπε μου;» του φωνάζει στρέφοντας το βλέμμα της στο πάτωμα. Μόλις βλέπει ότι από μέσα έπεσε το καρτελάκι του επισκέπτη που φορούσε όταν πήγε να δει τον Ντάνιελ, ταράζεται και σκύβει γρήγορα να το μαζέψει πριν το δει ο Τζούλιαν και αρχίσει τις ερωτήσεις. Δεν έχει καμία όρεξη να δώσει λογαριασμό για τον λόγο που πήγε να τον δει. Εξάλλου δεν νιώθει και πολύ περήφανη για αυτά που έσουρε στην Ντάνιελ περί ενοχής και σίγουρα η συζήτηση θα κατέληγε εκεί και, φυσικά, ο Τζούλιαν θα έπαιρνε το μέρος του Ντάνιελ.

Ναι, μπορεί ο Τζούλιαν και ο Ντάνιελ να μην μιλάνε πραγματικά και να μην είναι φίλοι ή κάτι σχετικό, αλλά ο Τζούλιαν έχει αρχές, κάτι που η αδερφή του φαίνεται να ξεχνάει πολλές φορές και να συμπεριφέρεται ανάρμοστα σε σημαντικές περιστάσεις. Ακόμα κι αν πίστευε ότι είναι ένοχος (το οποίο ίσως το πιστεύει), ακόμα κι αν πήγαινε να τον επισκεφτεί στην φυλακή (το οποίο δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνει σε καμία των περιπτώσεων), ακόμα κι αν τα πήγαιναν καλά (το οποίο δεν ισχύει), δεν θα του έλεγε ποτέ κατάμουτρα ότι δεν θεωρεί πως είναι αθώος, ενώ βρίσκεται στην στενή και περιμένει την δίκη για να δει εάν θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του εκεί μέσα ή αν θα φύγει από εκεί σαν κύριος.

Κανονικά και η Λία το ίδιο θα έκανε, αλλά για κάποιον περίεργο λόγο έχασε τον έλεγχο και άρχισε να λέει πράγματα που δεν τα πίστευε πραγματικά – τουλάχιστον όχι όλα. Ίσως να την πείραξε το γεγονός ότι όντως ήταν ψυχρός μαζί της τον τελευταίο καιρό και την απομάκρυνε όλο και περισσότερο (αν και στην πραγματικότητα αυτός το μόνο που προσπαθούσε, χωρίς καμία απολύτως επιτυχία, ήταν να έρθει πιο κοντά της). Ίσως την πείραξε το γεγονός ότι αν δεν τον πυροβολούσε ο ντεντέκτιβ Φίσερ και δεν τον πήγαιναν στο νοσοκομείο, να μην τον έβλεπε ούτε περνώντας έξω από το δωμάτιο του, κάτι που έκανε μια φορά την ώρα που αυτός κοιμόταν. Ίσως να την πείραξε το γεγονός ότι δεν ξέρει τον λόγο που την έχουν πειράξει όλα αυτά. Ίσως δεν ξέρει τι της γίνεται και απλά ξέσπασε πάνω του για όλο αυτή την τρελή κατάσταση που επικρατεί. Ίσως να έχει αρχίσει να έχει αισθήματα για αυτός, κάτι που εύχεται πραγματικά να μην συμβαίνει, γιατί αυτό θα έκανε τα πράγματα πολύ αμήχανα μεταξύ αυτής και της Κάσι.

Τελικά καταφέρνει να μαζέψει το καρτελάκι και να το βάλει πάλι μέσα στην τσάντα της χωρίς να το παρατηρήσει ο Τζούλιαν. Αυτός το μυαλό του το έχει στο κινητό του και ούτε ενδιαφέρθηκε να την βοηθήσει. Υπό άλλες συνθήκες θα τον στόλιζε κανονικότατα για την αδιαφορία του, αλλά τώρα απλά χαίρεται για αυτή την αδιαφορία.

«Τελικά θα μου πεις πού ήσουν όλο το πρωί;»

«Τι σε νοιάζει;» σηκώνεται από το πάτωμα μόλις μαζεύει και τα υπόλοιπα που έπεσαν κάτω. «Πήγα... μια βόλτα».

«Για ποιον λόγο δεν απαντάει η Κάσι στο τηλέφωνο της;» ρωτάει αυτό που πραγματικά τον ενδιαφέρει. Προηγουμένως απλά προσπαθούσε να φανεί ευγενικός και να δείξει ότι τον ενδιαφέρει που είχε πάει, αλλά ακόμα κι αν του έλεγε κάτι συγκλονιστικό, αυτός πάλι θα ρωτούσε για την Κάσι.

«Γιατί δεν το έχει», αφήνει την τσάντα της στην πολυθρόνα και πηγαίνει στην κουζίνα και ανοίγει το ψυγείο για να βρει κάτι να φάει, αλλά εννοείται πως δεν υπάρχει τίποτα. «Γιατί είναι άδειο το ψυγείο; Δεν πήγες στο σούπερ μάρκετ που σου άφησα την λίστα;»

«Γιατί δεν έχει το κινητό της μαζί;»

«Γιατί είναι στο νοσοκομείο και...», πηγαίνει τώρα στο ντουλάπι που βάζουν όλα τα πατατάκια και τα ζαχαρωτά, αυτά που δεν χρειάζονται ψυγείο, αλλά και εδώ δεν υπάρχει τίποτα της προκοπής να φάει. Το μόνο που υπάρχει είναι κάτι ρυζογκοφρέτες, που τις σιχαίνεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, και μια σοκολάτα με γέμιση φράουλας, που δεν μπορεί να την φάει λόγο της αλλεργίας της στην φράουλα. Σηκώνει αμέσως το βλέμμα της, κοιτάζει τον αδερφό της που ακόμα προσπαθεί να βρει την Κάσι και του φωνάζει όσο πιο θυμωμένα μπορεί: «Πού στο καλό είναι τα πατατάκια μου; Τζούλιαν, πόσες φορές σου έχω πει ότι δεν θέλω να αγγίζεις τα πράγματα που παίρνω για μένα;»

«Όχι, δεν είναι στο νοσοκομείο. Πήρε εξιτήριο πριν από μία ώρα. Με πήρε τηλέφωνο η μητέρα της, γιατί θα επέστρεφε μόνη της σπίτι και δεν μπορεί να την βρει ούτε αυτή. Αρχικά κάλεσε εσένα, αλλά ποτέ δεν ακούς το κινητό σου όταν χτυπάει και αναγκάστηκε να πάρει εμένα, για να ρωτήσει αν ξέρω πού είσαι και αν εσύ ξέρεις πού είναι η Κάσι».

«Για ποιον λόγο έφαγες τα πατατάκια που είχα πάρει εγώ για μένα; Γιατί πάντα πρέπει να παίρνεις τα δικά μου πράγματα χωρίς να ρωτάς; Εγώ έφαγα ποτέ τις απαίσιες ρυζογκοφρέτες σου; Όχι, γιατί σέβομαι ότι τις αγοράζεις εσύ και θέλεις εσύ να τις φας και τις αφήνω στην άκρη. Πότε θα επιστρέψεις στο Μπρίτζπορτ επιτέλους; Δεν έχεις μαθήματα εσύ στο Πανεπιστήμιο και είσαι συνέχεια εδώ; Μια χαρά δεν ήμασταν όταν ερχόσουν μία φορά τον μήνα; Τώρα γιατί είσαι συνέχεια εδώ;»

Άλλα λόγια να αγαπιόμαστε. Ο καθένας λέει τα δικά του χωρίς να ακούει τον άλλο κι αυτό συνεχίζεται για αρκετή ώρα. Μέχρι που βρίζονται και ο καθένας πηγαίνει στο δωμάτιο του χτυπώντας την πόρτα δυνατά από τα νεύρα.

Κυνήγι Ψυχών | Η τριλογία των ψυχών: Βιβλίο Πρώτο #Wattys2016WinnerWhere stories live. Discover now