Μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως/ part 1

633 115 125
                                    

Βάδιζα με γοργούς ρυθμούς στους δρόμους της μεγαλούπολης, οι οποίοι κυριολεκτικά έσφυζαν από ζωή θυμίζοντας πασαρέλα ή τρελό καρναβάλι. Το μυαλό μου ήταν ακόμη θολωμένο από τα ξαφνικά γεγονότα, όταν άκουσα μία φωνή πίσω μου, η οποία παρά την αφόρητη οχλαγωγία κατόρθωσε να ξεχωρίσει.

«Κύριε Χελ, περιμένετε!» ΄΄Άψογα, θνητοί και αθάνατοι εν δράση΄΄ σκέφτηκα.

«Τι γυρεύεις εδώ Κάιλα;» τη ρώτησα κάπως κοφτά.

«Άλλαξα γνώμη και αποφάσισα να σε βοηθήσω. Η αλήθεια είναι πως έψαξα και εγώ την Αντέϊρα και κάποιος με ενημέρωσε, πως την είδε να εξαφανίζεται με τον Λεόν. Μετά συνδύασα όλα αυτά που μου είπατε περί επικινδυνότητας και περί...Θεέ μου!Περί Σατανισμού» ψιθύρισε. «Ε, δεν θέλει και πολύ, με ταράξατε είχατε δεν είχατε και μέρα που είναι» μου απάντησε λαχανιασμένη και κουνώντας εκφραστικά τα χέρια της σε ένδειξη αγανάκτησης.

«Η σύντομη αντίδραση και ανταπόκρισή σας, ομολογώ πως με εκπλήσσει. Λοιπόν, ας μην χάνουμε χρόνο, θα περάσουμε από το σπίτι της πρώτα» πρόφερα και έτρεξα ταχύτατα προς το μέρος των υπόγειων συρμών, ξεκινώντας να κατεβαίνω με φόρα τα σκαλιά, απλά για να διαπιστώσω, πως η Κάιλα είχε μείνει χιλιόμετρα πίσω, αγκομαχώντας να με φθάσει και ισορροπώντας σε αυτές τις απαίσιες λουστρίνι, δήθεν εορταστικές γόβες της.

Μολονότι σιχαινόμουν τη σωματική επαφή, με μοναδική εξαίρεση τη θνητή-εισιτήριο στον Παράδεισο, δεν έβλεπα άλλη λύση στην περίπτωσή μου. Στράφηκα ευθύς προς το μέρος της και τη σήκωσα στην αγκαλιά μου, μπας και φθάναμε αυτόν τον χρόνο στον προορισμό μας  και προτού μας βρει η είσοδος του επόμενου.

«Τελικά σας διακατέχει μία γοητεία. Μπορώ να την καταλάβω εν μέρει τη φίλη μου» ακούστηκε η φωνή της και εγώ σχημάτισα ένα ψεύτικο χαμόγελο.

Στο μετρό μέχρι το Μπρούκλιν, παραμείναμε και οι δύο σιωπηλοί, ενώ εμένα το μυαλό μου σχημάτιζε εκατοντάδες πιθανές υποθέσεις, όλες άσχημες. Φτάνοντας τελικά μπροστά στην πόρτα του διαμερίσματός της, χτύπησα μερικές φορές, αλλά κανένας δεν απάντησε. ΄΄Λες να σκότωσαν και τη γριά;΄΄ αναρωτήθηκα, αλλά μετά από πέντε λεπτά, η πόρτα η διπλανή άνοιξε αργά και στο κατώφλι φάνηκε η γειτόνισσα αναμαλλιασμένη, με μία ρόμπα να χύνεται στο γερασμένο της κορμί, η οποία άνετα θα την συνόδευε σε κάποιο ψυχιατρικό ίδρυμα.

«Κοιμόσουν καλή μου;» την ειρωνεύτηκα και η Κάιλα με σκούντησε.

«Μην μου πεις πως ήρθες ως εδώ για να μου ευχηθείς;» μου απάντησε.

Το Άστρο που έδυσε 1 (Tys2019 winner)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora