Το σπαθί του Αρχαγγέλου/part 2

614 106 56
                                    

ΚΟΛΑΣΗ

΄΄Δεν υπάρχει μεγαλύτερη λύπη, από την αναπόληση της ευτυχίας στις δυστυχισμένες ημέρες΄΄ λέει ένα γνωστό, θνητό απόφθεγμα, καθρεπτίζοντας απόλυτα την ψυχολογική μου κατάσταση τις τελευταίες ώρες. Η αποσυναρμολόγιση και η επανασυναρμολόγισή μου με τελικό προορισμό το κλουβί με τις τρελές εδώ κάτω, μου είχε προκαλέσει απίστευτη ναυτία. Η Κόλαση, αυτός ο παιχνιδιάρικος και τρελούτσικος τόπος μάζωξης κάθε πικραμένου εγκληματία, κάθε κατακαθιού και αποβράσματος της ανθρώπινης και αγγελικής κοινωνίας μαζί, με καλωσόριζε για χιλιοστή φορά στην αγκαλιά της. Πόσες φορές να χρειαστεί να πέσω ο ανεπρόκοπος; Ωστόσο, γνώριζα πως αυτή η φορά, ήταν εντελώς διαφορετική από τις υπόλοιπες. Ήταν άτεγκτη και αιώνια, δίχως επιστροφή. Το σώμα μου πονούσε ολόκληρο και το κλουβί αποδείχτηκε ανεπαρκές για το μέγεθός μου, ωστόσο δεν είχα κανένα περιθώριο διαμαρτυρίας και φυσικά κανέναν που θα την άκουγε. Είχα ακουμπήσει την πλάτη μου πίσω, ενώ τα χέρια μου κρέμονταν άψυχα στο πλάι.

Για λίγο, συλλογίστηκα, σαν να παρακολουθούσα κάποια μικρού μήκους ταινία, τι τελικά είχα βιώσει στον κόσμο των θνητών και τι τελικά είχα διαπράξει το τόσο απεχθές, ώστε να μου αξίζει ένα τέτοιο τέλος. Για αρχή παραδέχομαι ανοιχτά, πως είχα προσπαθήσει να κοροϊδέψω τον Πατέρα και κάθε θνητό που θα βρισκόταν στο διάβα μου. Μέγα λάθος το ομολογώ, μα όχι θανάσιμο. Έπειτα, χάρη σε εκείνη τη θνητή, έμαθα πώς να συμπεριφέρομαι στους ανθρώπους, ξεσκουριάζοντας κάποια συναισθήματα που είχαν πέσει για τα καλά σε χειμερία νάρκη. Είχα μάθει να χαμογελάω και να γελάω με την αθωότητα της Κάιλα και την αγνότητα της Αντέϊρα, όταν έβλεπα το πόσο απλοϊκός ήταν ο θνητός τους νους σε σχέση με τον δικό μας. Είχα αποκτήσει αληθινούς οπαδούς, οι οποίοι δεν λάτρευαν ένα τραγόμορφο, ψεύτικο είδωλο, αλλά εμένα, τον αληθινό μου εαυτό . Είχαν δει την εμφάνισή μου και αρκετές φορές τις ικανότητές μου, σκοτεινές και μη, μα δεν με είχαν απορρίψει όπως φοβόμουν. Με είχαν απεναντίας αγκαλιάσει κοιτάζοντάς με στα μάτια, με είχαν ερωτευτεί, δίχως να ζητούν κάποιο αντάλλαγμα.

Τότε, η εικόνα της Αντέϊρα πολιόρκησε το μυαλό μου. Η αίσθηση του να σε αγγίζει και να σε φιλά εκείνος για τον οποίο νιώθεις και εσύ ανάλογα συναισθήματα, ήταν μοναδική. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, είχα ζηλέψει την όμορφη εμφάνιση του Μιχαήλ. Εγώ, που κάποτε όμοιός μου δεν υπήρχε, μα ούτε και καλύτερος και που την ζήλεια, αντί να την φυτέψω στην καρδιά κάποιου θνητού, την είχα καλλιεργήσει στη δική μου. Είχα ερωτευτεί δίχως επιστροφή, έχοντας την πρώτη μου επαφή με μία θνητή, την οποία διακαώς ποθούσα ψυχή τε και σώματι. Μολαταύτα, τιμωρήθηκα γιατί αγάπησα. Τιμωρήθηκα γιατί πέταξα σε έναν λάκκο το εσωτερικό μου τέρας, προκειμένου να γίνω καλύτερος. Για να μπορέσω να ανέβω εγώ ψηλά, καθώς εκείνη ήδη στεκόταν στην κορυφή. Το ζοφερό εδώ και τώρα με καλωσόριζε στην αγκαλιά του Ασμοδαίου, ως ένα άβουλο και αδύναμο πιόνι, έναν παθητικό θεατή μίας τραγωδίας. Ο Ασμοδαίος είχε το κλειδί που εγώ κάποτε βαστούσα και εμένα μου χαμογελούσαν πονηρά στις αναμνήσεις μου όλες οι Πύλες των οχτώ αμαρτιών. Της Οκνηρίας, της Αλαζονείας, της Λαιμαργίας, της Λαγνείας, της Απληστίας, της Οργής, της Ζηλοφθονίας και της Μοιχείας. Η Ένατη ανήκε σε εμένα. Ήταν η πιο ζοφερή Πύλη με τα πιο ολέθρια αποτελέσματα. Αυτόν ήταν και ο λόγος που δεν θα την επισκεπτόμουν ποτέ, εκτός και αν έπρεπε να αναμετρηθώ, με τον εσωτερικό μου Δαίμονα.

Το Άστρο που έδυσε 1 (Tys2019 winner)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora