4 : ραντεβού εφιάλτης

1K 77 3
                                    

(νομίζω ο τίτλος τα λέει όλα😂)

Μας κοίταζε χαμογελώντας σατανικά. Ήταν άρρωστο το χαμόγελο του πραγματικά, με έκανε να τρομαξω. Ήταν σαν να μας έλεγε τώρα την πατήσατε.
   
Λογικά ο άντρας με τον οποίο έχει έρθει είναι ο πατέρας του, οπότε θα ήρθαν να μιλήσουν με τον πατέρα της Δανάης για δουλειές.
   
«Τι κάνουμε ;; »
   
Είχαν καθίσει όλοι μαζί στο σαλόνι, εκεί από όπου μπήκα, και αν πηγαίναμε να φύγουμε θα γινόμασταν αντιληπτές.
   
«Μπορούμε να μπούμε στο γραφείο του πατέρα σου από εδώ....» πρότεινα και της έδειξα μια πόρτα. Μπορούσαμε να μπούμε στο γραφείο χωρίς να μας δουν.
   
«Και να βγούμε στην αυλή από το παράθυρο του γραφείου.» συμπλήρωσα την σκέψη μου
   
«Πάμε γρήγορα.»
   
Μπήκαμε στο γραφείο. Υπήρχε ένα ξύλινο γραφείο που φαινόταν να αξίζει πολλά με μια μαύρη δερμάτινη καρέκλα. Μία μεγάλη βιβλιοθήκη υπήρχε κατά μήκος του δωματίου καλύπτοντας τον έναν τοίχο. Στα δεξιά του δωματίου υπήρχε ένα γυάλινο χαμηλό τραπέζι με δύο λευκούς καναπέδες, που και αυτοί έμοιαζαν πανάκριβοι.
   
Σταμάτησα να κοιτάω με ανοιχτό το στόμα το γραφείο και ακολούθησα την Δανάη μέχρι το παράθυρο. Βγήκαμε από εκεί, ίσα ίσα χωρουσαμε.
    Ξεκινήσαμε να περπατάμε στο φρεσκοκομμένο γκαζόν μέχρι που φτάσαμε στο σημείο της αυλής από όπου μπήκα.
   
«Με τον Αχιλλέα τι θα κάνουμε ;;»
    «Μας είδε αυτό είναι όλο.» της απάντησα και μέχρι και εγώ ξαφνιάστηκα με την αδιαφορία μου
   
«Το λες τόσο ψύχραιμα.»
   
«Αν ήταν να κάνει κάτι θα έπρεπε να το έχει ήδη κάνει. Πλέον έχεις φύγει από το σπίτι.»
   
Περάσαμε πάνω από τα κάγκελα και βρεθήκαμε στον δρόμο. Ξεκινήσαμε να περπατάμε προς το διαμέρισμα της.
    
Περάσαμε από το σπίτι μου για να πάρω και εγώ την σχολική μου τσάντα και τα ρούχα που θα έβαζα το βράδυ.
   
Μέχρι να φτάσουμε στο διαμέρισμα της είχαν πάρει φωτιά τα πόδια μου από το περπάτημα αλλά άξιζε η κούραση. Στο μεταξύ είχα ειδοποιήσει και την Σοφία μήπως ήθελε να έρθει.
   
Δύο λεπτά μετά ακούστηκε το κουδούνι και η Σοφία μπήκε μέσα χαρωπή χαρωπή.
   
«Ευτυχώς είστε καλά.» η ανακούφιση της ήταν μεγάλη
   
«Καλά δεν κάναμε και απόδραση από την φυλακή. Ηρέμησε.» της είπα
   
Της εξηγήσαμε περιληπτικά τι έγινε και εκείνη σκαλωσε στον Αχιλλέα. Αλλά δεν με νοιάζει.
   
Διαβάσαμε στα γρήγορα γιατί δεν είχαμε πολύ χρόνο ούτε όρεξη. Η Σοφία έφυγε κατά τις έξι και μισή και η Δαναη ξεκίνησε να ετοιμάζεται.
   
Η Δανάη έφυγε με ένα ταξί και εγω έφυγα με τα πόδια. Στην γωνία του δρόμου με περίμενε ένα αμάξι. Μπήκα στο πίσω κάθισμα δίπλα στην Σοφία. Το εννοούμε όταν λέμε "δεν αφήνουμε την Δανάη να πάει μόνη της".
   
Μπήκαμε μέσα και αμέσως το χαρωπό πρόσωπο του οδηγού γύρισε να μας κοιτάξει.
   
Ο οδηγός ήταν ο αδελφός της Σοφίας που είχε αναλάβει να μας πάει. Αυτός είναι δύο χρόνια μεγαλύτερος μας, δηλαδή σπουδάζει και δεν τον έχω ξανά συναντήσει.
   
«Η Βανέσσα σωστά ;; Νομίζω είναι η πρώτη φορά που μιλάμε αλλά η Σοφία μόνο για εσένα και την Δανάη λέει σπίτι.» είπε πρόσχαρα και αμέσως μου έφτιαξε την διάθεση
   
«Ναι η πρώτη φορά είναι που μιλάμε.» επιβεβαίωσα τα λόγια του
   
«Εγώ βέβαια σε ξέρω μου έχει δείξει φωτογραφίες η Σοφία.» συμπλήρωσα
   
«Αλήθεια δεν είστε λίγο μικρές να γυρνάτε σε τέτοια μαγαζιά ;; »
   
«Μεγαλώσαμε πια.» πετάχτηκε η Σοφία
   
«Σαν πολύ γρήγορα δεν μεγάλωσες εσύ μικρό ;; »
   
Τους ζήλευα πραγματικά αλλά με την καλή έννοια. Ήταν άδικο ο δικός μου αδελφός να "φύγει" τόσο νωρίς.

The dealWhere stories live. Discover now