12 : θελω να μείνεις

949 70 3
                                    

Με κοίταξε σοβαρός με μια δόση περιεργιας.  «Τι έπαθες ;;» Ξαφνικά έγινε ανήσυχος
   
«Τίποτα.» Άλλαξα γρήγορα θέμα «Εσύ τι κάνεις εδώ ;; Σου είπα δεν θα βγούμε.» Συμπλήρωσα γρήγορα.
   
«Δεν τα παρατάω τόσο εύκολα και με το να με αποφεύγεις δεν θα κερδίσεις κάτι»
   
Δεν του είπα τίποτα. Κάθισα εκεί απέναντι του στο χολ και τράβηξα πιο κάτω τα μανίκια της μπλουζας μου για να καλύψω τα δάχτυλα μου.
   
«Αλλά εσύ κάτι έχεις. Φαίνεσαι χάλια.» Με πλησίασε και έβαλε τα δύο του χέρια στο πρόσωπο μου.
   
Μου σήκωσε το πρόσωπο ώστε οι ματιές μας να συναντηθούν και να κλειδώσουν εκεί. Μία έντονη ταχυκαρδία με έπιασε πάλι και προσευχομουν να μην το παρατηρήσει. Τα χέρια του πρόσφεραν μια ζεστασιά στο πρόσωπο μου. Ασυναίσθητα τον αγκάλιασα. Ακούμπησα το κεφάλι μου στο στέρνο του, γιατί είναι και αρκετά πιο ψηλός, και πέρασα τα χέρια μου γύρω του. Ήθελα οπωσδήποτε μια αγκαλιά, δεν με ένοιαζε από ποιον.
   
Τύλιξε τα χέρια του γύρω μου και με κράτησε σφιχτά πάνω του. Ξεκίνησε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Δεν ήθελα να τελειώσει αυτό που συνέβαινε αλλά μετά θύμισα στον εαυτό μου πως απλα ειμαστε σε ένα παιχνίδι.
   
Πήγα να φύγω από την αγκαλιά του γιατί περίμενα πως θα τον είχα φέρει σε δύσκολη θέση με ότι είχα κάνει αλλά δεν με άφησε. Με έσφιξε ακόμα πιο πολύ.
   
«Ποιος σε πειράξει ;» Ήταν πολύ περίεργο να τα ακούω αυτά από αυτόν.
   
«Δεν.....» Ξεκίνησα να λέω αλλά σταμάτησα όταν δεν μπορούσα να κρατήσω σταθερή την φωνή μου.
   
«Ηρέμησε. Πάμε να κάτσουμε.»
   
Πήγαμε μέχρι τον καναπέ και εκεί με άφησε από την αγκαλιά του.
   
«Θα μου πεις ;;» Ρώτησε με ενδιαφέρον.
   
«Σαν σήμερα πέθανε ο αδελφός μου» Ενιωσα πολύ καλύτερα που το είχα πει σε κάποιον. Το βλέμμα του έγινε πολύ ψυχρό και λυπημένο.
   
«Συγγνώμη. Δεν το ήξερα. Λυπάμαι.» Έκανε μεγάλες παύσης ανάμεσα στις λέξεις.
   
Ένα δύο λεπτά σιωπής πέρασαν και ξανά επανήλθε σε αυτό το τρυφερό βλέμμα που είχε πριν. Πώς το κάνει αυτό ;;
   
«Έχεις πάει από τον θάνατο του στον τάφο του ;;»
   
Κούνησα αρνητικά το κεφάλι γρήγορα. «Έχω να πάω από την κηδεία»
   
«Κακώς. Θα πάμε σήμερα. Να του αφήσεις ένα λουλούδι. Μόνο έτσι θα νιώσεις καλύτερα. Θα φύγει ένα βάρος από πάνω σου.»
   
Απομακρύνθηκα από κοντά του ενώ δεν επαυα να κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου.
   
«Θα πάμε. Σήκω ντύσου.»
   
«Το να με διατάζεις δεν ήταν μέσα στην συμφωνία.»
   
«Το βάζω τώρα. Λοιπόν σήκω, ντύσου, να φύγουμε.»
   
Όπως μου είπε σηκώθηκα και άλλαξα ρούχα. Έβαλα μια γρκι ζεστή φόρμα γιατί τέτοια ώρα θα γινουμουν παγακι με τζιν. Απο πάνω ένα χοντρό φούτερ και είμαστε εντάξει. Χτένισα καλύτερα τα μαλλιά μου και πρόχειρα σε ένα σακίδιο έριξα κινητό, κλείδα, χαρτομάντιλα, χρήματα και πήγα στο σαλόνι.
   
«Δεν είναι καθόλου καλή ιδέα. Καλύτερα να φεύγεις.» Άνοιξα την πόρτα και περίμενα να βγει έξω.
   
«Θα ήθελες.» Με έπιασε από τον καρπό και βγήκαμε έξω. Με τράβηξε μέχρι την μηχανή του.
   
Έβγαλε ένα δεύτερο κράνος από το αποθηκευτικό χώρο κάτω από την σέλα της μηχανής και μου το ετινε. Το έπιασα δειλά και το φόρεσα. Έβαλε και εκείνος το δικό του καθώς ανέβαινε στην μηχανή. Ανέβηκα πίσω του και έσφιξα γερά τα χέρια μου γύρω από την μέση του. Μπορούσα ήδη να φανταστώ το σαρδονιο χαμόγελο που θα είχε.
   
Η μηχανή ξεκινήσει να σκίζει τον αέρα και εγώ είχα κάνει το σώμα μου ένα με το σώμα του Αχιλλέα. Θα πήγαινα ξανά εκεί...πίστευα πως δεν θα έβρισκα ποτέ την δύναμη να ξανά πάω αλλά να που ο Αχιλλέας μέσα σε ένα λεπτό με έπεισε να το κάνω.
   
Η πόλη φαινόταν ζωντανή, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με ανθρώπους. Προλάβαινα στιγμιαία να δω τα φώτα από τα σπίτια καθώς περνάγαμε με την μηχανή με μεγάλη ταχύτητα.
   
Φτάσαμε σχετικά γρήγορα στο νεκροταφείο και στην γύρω περιοχή ακουγόταν μόνο ο αέρας σαν να ήξεραν πως δεν έπρεπε να κάνουν φασαρία.
   
«Πάμε.» Η αναπνοή του Αχιλλέα έσκασε στον λαιμό μου και γύρισα απότομα προς τα πίσω.
   
Τα μάτια μου συνάντησαν τα δικά του. Για κάποια δευτερόλεπτα είχα ξεχάσει πως ήμουν εδώ μαζί του.
   
Κούνησα θετικά το κεφάλι και προχωρήσαμε. Μπορεί να είχα να έρθω εδώ ένα χρόνο αλλά θυμόμουν ακριβώς που να πάω.
   
Έφτασα γρήγορα στον τάφο του και το σώμα μου ξεκίνησε να κάνει σπασμούς που δεν μπορούσα να ελέγξω. Ξεκίνησα να τρέμω και δάκρυα να κυλάνε στα μάτια μου.
   
«Έλα ηρέμησε» Με έκλεισε στην αγκαλιά του προσφέροντας μου ασφάλεια για κάποιον λόγο.
   
Άφησα ένα λουλούδι που είχαμε πάρει καθώς ερχομασταν και έκανα νόημα στον Αχιλλέα να φύγουμε. Δεν ήθελα να μείνω εδώ λεπτό παραπάνω.
  
Πηγαίναμε προς την είσοδο όταν άκουσα ομιλία. Ήταν μόνο μια φωνή που μίλαγε. Έπιασα τον Αχιλλέα από το μπράτσο για να σταματήσει και γύρισε να με κοιτάξει απορημένα.
   
Ξεκίνησα να πηγαίνω προς εκεί όπου άκουσα την φωνή να μιλάει. Την ήξερα καλά αυτήν την φωνή.
   
Έφτασα μπροστά από έναν τάφο. Επάνω στον τάφο ήταν σκυμμένο ένα σώμα και μίλαγε στην φωτογραφία του τάφου. Για κάποιο λόγο ένιωσα πολύ αμήχανα που ήμουν μάρτυρας σε κάτι τέτοιο. Σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα να γυρίσω πίσω αλλά το άτομο με είχε ήδη αντιληφθεί.
   
«Βανέσσα ;;» Η φωνή του Γιάννη έβγαζε έκπληξη.
   
«Γεια...απλά ήμουν εδώ και σε άκουσα να μιλάς.»
   
Στο πρόσωπο του εμφανίστηκε ένα μικρό χαμόγελο.
   
«Ναι. Όταν περνάω δύσκολα έρχομαι εδώ και του μιλάω»
   
Έδειξε την φωτογραφία στον τάφο. Αναγνώρισα τον παππού του. Τον είχα ξανά βρει εδώ. Μου έχει μιλήσει αρκετές φορές για τον παππού του. Φαίνεται να τον αγαπούσε πάρα πολύ.
   
«Σε καταλαβαίνω» ακούμπησα το χέρι μου στην πλάτη του. Το έπιασε και το έκλεισε στις παλάμες του.
   
«Η Δανάη με πήρε τηλέφωνο και μου είπε να σας κρατήσω τραπέζι για αύριο» είπε αλλάζοντας τελείως το θέμα.
   
«Αλήθεια ;;»
   
«Ξέρεις πως είναι. Τις Κυριακές πάντα είναι γεμάτο το μαγαζί και ήθελε οπωσδήποτε τραπέζι για αύριο. Γιορτάζετε κάτι ;» ρώτησε περίεργα.
  
«Όχι τίποτα. Απλά έχουμε να συζητήσουμε σοβαρά θέματα και ξέρεις πάντα όλα τα λέμε στο μαγαζί όπου είσαι και εσύ.» το χαμόγελο του ήταν μεταδοτικό και σε εμένα.
   
«Α ώστε με περιμένει δουλειά με εσάς αύριο. Ποια θέλει ψυχανάλυση αυτήν την φορά ;»
   
Γέλασα με τον τρόπο που το είπε. Την καφετέρια του την είχαμε κάνει στέκι. Πάντα όταν είχαμε σοβαρά θέματα για συζήτηση καθόταν στο τραπέζι μας και μας βοηθούσε. Ήταν καλός μας φίλος, ο οποίος εχει διαβάσει και πολλά βιβλία ψυχολογίας οπότε πάντα μας βοηθούσε.
   
«Αφορά την Δανάη» είπα και το μυαλό μου έπαιξε ξανά την κουβέντα που είχα κάνει με τον πατέρα της.
   
«Ωχ....με τον πατέρα της έχει να κάνει ;»
   
«Πιστεύω πως ναι. Δεν μας έχει πει.»
   
«Τέλος πάντων. Παμε να φύγουμε από εδώ ;; Αγριευομαι» Έκανε πως ανατριχιαζει και γέλασα.
   
Βρήκα τον Αχιλλέα να με περιμένει ακουμπησμενος στην μηχανή. Είχε τα χέρια βαθιά στις τσέπες του μπουφάν του και ο αέρας έφερνε μια τούφα από τα μαύρα μαλλιά του μπροστά στο πρόσωπο του.
   
Σήκωσε αργά το πρόσωπο του και μας κοίταξε εξεταστικα. Ενα αχνό χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπο του το ίδιο που είχε και ο Γιάννης.
   
«Γεια σου Γιάννη» η φωνή του φανέρωνε οικειότητα μεταξύ τους . Ο Γιάννης απάντησε με ένα νεύμα του κεφαλιού του.
   
«Ήρθες μαζί με την Βανέσσα ;»
Ήταν σειρά του Αχιλλέα να απαντήσει κουνώντας θετικά το κεφάλι.
   
«Εν άγνοια του Σάκη να υποθέσω» ο Γιάννης αυτήν την φορά απευθυνόταν σε εμένα.
   
«Δεν ειμαι αναγκασμένη να δίνω λογαριασμό στον Σάκη.» Είπα ανασηκώνοντας τους ώμους μου για να φανώ αδιάφορη με το όλο θέμα ενώ ήξερα καλά πως δεν ήθελα να το μάθει ο Σάκης, για τον απλό λόγο επειδή μισεί τον Αχιλλέα.
   
«Αλήθεια εσείς από πού γνωριζεστε ;;» ρώτησα με περιέργεια.
   
«Πηγαιναμε μαζί ποδόσφαιρο παλιά.» μου απάντησε ο Αχιλλέας.
   
«Τέλος πάντων θα τα πούμε αύριο εμείς Βανέσσα.» Μου είπε ο Γιάννης. Άρχισε να απομακρύνεται περπατώντας στην σκοτεινή μεριά του δρόμου. Το βλέμμα μου κοιταγε τον Γιάννη μέχρι να χαθεί στις σκιές. Ο Αχιλλέας με έβγαλε από τις σκέψεις μου.
   
«Είσαι καλά ;»
   
«Ναι.» Βγήκε από το στόμα μου χωρίς να το σκεφτώ γιατί πλέον ήμουν καλά «Τελικά είχες δίκιο. Έπρεπε να έχω έρθει νωρίτερα» συμπλήρωσα.
   
Με κοίταξε με ένα γλυκό δειλό χαμόγελο. Μου έπιασε το χέρι και κατευθύνθηκε μαζί με εμένα προς την μηχανή του.
   
Στον γυρισμό απολάμβανα την νυχτερινή ζωή της Αθήνας. Μία πολύ που δεν κοιμάται ποτέ τελικά.
   
Άνοιξα με τα κλειδιά μου την πόρτα του σπιτιού και πέρασα το κατώφλι. Ο Αχιλλέας έμεινε έξω και με κοιταγε.
   
«Θες να περάσεις ;» Δεν ήθελα να μείνω μόνη μου αλλά ούτε και να κοιμηθώ.
   
«Ναι.»
   
Μπήκε μέσα και έκλεισα την πόρτα εμποδίζοντας το υπόλοιπο κρύο να εισχωρήσει στο σπίτι.
   
«Μόνη σου είσαι σπίτι ;» Κοιταγε ανήσυχος προς στην σκάλα.
   
«Ναι μην φοβάσαι. Οι γονείς μου έρχονται αύριο.»
  
Άναψα το φως στην κουζίνα και πήρα ένα ποτήρι νερό. Με ακολούθησε.
   
«Να υποθέσω δεν θες να βγούμε ούτε τώρα» είπε με παράπονο
   
«Όχι. Αν θες να μείνεις μείνε, αν θες φύγε. Σήμερα δεν βγαίνω, βγαίνουμε εννοώ. Είναι τόσο άβολο όλο αυτό.» είπα καθώς άφηνα με δύναμη το ποτήρι στον πάγκο της κουζίνας.
   
«Κάναμε μια συμφωνία και....» Ξεκίνησε να λέει αλλά σήκωσα το χέρι μου και τον διέκοψα.
   
«Ναι ναι ναι το ξέρω. Ωραία αφού θα μείνεις, όπως βλέπω, θες να κάνουμε κάτι να φάμε ;»
   
«Ναι. Τι θα έλεγες για......» Έκανε μια παύση να το σκεφτεί.
   
«Πίτσα !!» Κάναμε και οι δύο ταυτόχρονα και γελάσαμε αμήχανα με τους εαυτούς μας.
   
«Ωραία. Έχω απομνημονεύσει από έξω μια συνταγή γιατί κάνω συχνά» είπε περήφανος. Τον φαντάστηκα με πόδια στην κουζίνα μπροστά από το φούρνο και έσκασα στα γέλια.
   
«Ει σταμάτα δεν είναι ωραίο αυτό που κάνεις.»
   
Δάγκωσα το εσωτερικό από τα μάγουλα μου και προσπάθησα να κρατήσω κλειστό το στόμα μου.
   
Άφησε το μπουφάν του σε μια καρέκλα και σήκωσε τα μανίκια της μπλουζας του ως τους αγκώνες. Ξεκίνησε να μου λέει κάποια υλικά και εγώ κοιταγα να δω τι έχουμε.
   
«Αλεύρι ξεχάσαμε το βασικότερο»
   
«Ήταν που έχεις ξανά κάνει πίτσα έτσι ;» του είπα κοροϊδευτικά και σταύρωσε τα χέρια του στο στέρνο του σαν μικρό παιδί.
   
«Εντάξει μαζί με την Αριάδνη την έκανα αλλά και πάλι»
   
Άνοιξα το πάνω ντουλάπι να πιάσω το αλεύρι αλλά δεν έφτανα. Έκανα μύτες και τεντωθηκα όσο πιο πολύ μπορούσα αλλά η μητέρα μου το είχε βάλει πολύ μέσα.
   
«Μήπως να βοηθουσες ;» του ζήτησα εγκαταλείποντας την δικιά μου προσπάθεια.
   
Έπιασε το αλεύρι χωρίς καμία δυσκολία και ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε την πίτσα.
   
Μισή ώρα μετά και μετά από πολλές διαφωνίες σχετικά με το τι υλικά θα βάλουμε και πόση ώρα πρέπει να ψηθεί και σε ποιους βαθμούς πρέπει να είναι η θερμοκρασία καταφέραμε να την φτιάξουμε.
   
«Πώς την λένε ;» ρώτησα στα ξαφνικά όσο έβαζε την πίτσα στον φούρνο και εγώ καθόμουν στο τραπέζι της κουζίνας. Με κοίταξε απορημένος.
   
«Την κοπέλα που σου αρέσει εννοώ» συμπλήρωσα
   
«Δεν ήταν μέσα στην συμφωνία μας να απαντάω στις ερωτήσεις σου οι οποίες είναι και προσωπικές»
   
Δεν ξανά ρώτησα αφού όπως φαίνεται δεν θέλει να μάθω εγώ για αυτήν.
   
Όταν πια ήταν έτοιμη την έβγαλα με προσοχή για να μην καώ και την άφησα πάνω στην κουζίνα.
   
Πήραμε από μερικά κομμάτια σε ένα πιάτο ο καθένας και πήγαμε στο καθιστικό. Κάθισα στον καναπέ οκλαδόν παίρνοντας στα χέρια μου το τηλεκοντρόλ. Εμφανίστηκε και αυτός στον χώρο και αφού τον επεξεργάστηκε λίγο με το βλέμμα του ήρθε δίπλα μου. Άνοιξα την τηλεόραση με την προοπτική να δούμε μια ταινία.
   
«Αχ αυτήν την ταινία την περιμένω όλη την εβδομάδα για να την δω σήμερα.» Αναφώνησε ο Αχιλλέας και μου έπιασε το χέρι για να μην αλλάξω κανάλι επειδή η ταινία μόλις άρχιζε.
   
«Τι ταινία είναι ;» ρώτησα επιφυλακτικά.
   
«Ένα θρίλερ» είπε αθώα «αλλά μην φανταστείς τίποτα σπουδαίο» συμπλήρωσε γρήγορα μόλις είδε την τρομοκρατημένη έκφραση μου.
   
«Ξέχνα το» είπα κατηγορηματικά
   
«Σε παρακαλώ.» Τα μπλε μάτια του λαμπιριζαν από το φως της τηλεόρασης και με κοιταγαν παρακαλητικα. Για κάποιον λόγο δεν μπόρεσα να αντισταθώ.
   
«Καλά.»
   
«Είσαι η καλύτερη» μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και αμέσως κοκκινησε.
   
Φαίνεται δεν είμαι η μόνη που νιώθει άβολα με όλο αυτό που συμβαίνει μεταξύ μας. Μια ζεστασιά διαπέρασε το μάγουλο μου μόλις τα χείλη του ακούμπησαν το δέρμα μου. Προσπάθησα να το αγνοήσω. Όλα τα κάνει για ένα σκοπό, έλεγα ξανά και ξανά στον εαυτό μου.
   
Στην αρχή η ταινία ήταν καλή αλλά όταν άρχισε η πλοκή εγώ την περισσότερη ώρα είχα κλειστά τα μάτια μου γιατί μετά δεν θα κοιμόμουν για ένα μήνα. Ο Αχιλλέας από δίπλα μου το απολάμβανε να με βλέπει τρομαγμένη.
   
«Μην είσαι τόσο φοβιτσιαρα»
   
«Ει. Δικαίωμα μου.» Του αντιμιλησα.
   
Συνέχισε να χασκογελαει μαζί μου ενώ πέρασε τα χέρια του γύρω από τα μπράτσα μου κλείνοντας με στην αγκαλιά του.
   
«Μην φοβάσαι. Όποιος και αν έρθει θα έχει να κάνει μαζί μου» είπε κοροϊδευτικά
   
«Χαζομάρες» τον χτύπησα ελαφρά με την παλάμη μου στο στήθος του και δεν έκανα κάποια κίνηση να απομακρυνθεί από την αγκαλιά του.

Η ζεστασιά του κορμιού του ήταν υπέροχη και ένιωσα σιγά σιγά τα άκρα μου να χαλαρώνουν από την όλη ένταση της ημέρας. Ο Αχιλλέας με είχε κάνει να ξεχάσω και να ηρεμήσω.
   
«Τελικά μαζί την βγάλαμε την βραδιά παρόλο που δεν βγήκαμε.» Το βλέμμα του μετακινήθηκε από την τηλεόραση στο δικό μου.
   
«Ε βέβαια πάλι το δικό σου έγινε.»

Γκρινιατσα αλλά δεν μου απάντησε.
   
Η ώρα ήταν μια και η ταινία τελείωνε σε λίγο. Εγώ είχα ξαπλώσει στον καναπέ με το κεφάλι προς την τηλεόραση ενώ ο Αχιλλέας φαινόταν να είναι απορροφημένος υπερβολικά πολύ με την ταινία.
   
Άκουσα θόρυβο απέξω και αμέσως όλες οι αισθήσεις μου ξύπνησαν παρόλο που ήμουν έτοιμη να κοιμηθώ.
   
«Χαμήλωσε !» Εκτέλεσε αμέσως την διαταγή μου χωρίς να πάρει το βλέμμα του από την τηλεόραση.
   
Σηκώθηκα και πήγα στην εξώπορτα. Τώρα άκουγα και κάτι σαν ομιλία απέξω. Κοίταξα από το ματάκι της πόρτας και είδα τους γονείς μου.
   
Αυτοί υποτίθεται αύριο θα ερχόντουσαν. Τι κάνουν εδώ ;; Καταστροφή. Άμα δουν τον Αχιλλέα την έβαψα. Ήδη και μόνο που ο πατέρας μου λέει το επίθετο Σιδέρης κοκκινίζει από το κακό του, άμα τον δει εδώ μέσα και μάλιστα μόνο μαζί μου φοβάμαι και για την σωματική μου ακεραιότητα.
   
Έτρεξα σαν συφουνας στο καθιστικό. Χτύπησα και το πόδι μου στην γωνία του καναπέ επειδή δεν υπήρχε κανένα αναμενο φως στο σπίτι αλλά άφησα τον πόνο στην άκρη.
   
«Ήρθαν οι γονείς μου»
   
Αυτό ήταν αρκετό για να τιναχθεί σαν ελατήριο από τον καναπέ με μια έκφραση τρόμου και να κλείσει την τηλεόραση.
   
«Μπράβο πολύ έξυπνο τώρα είμαστε στα σκοτάδια» ξεφυσιξα και προσπάθησα να σκεφτώ τι θα κάνω όταν άκουσα την πόρτα να ανοίγει.
   
«Τι κάνουμε ;; Δεν πρέπει να με δουν εδώ.»
   
«Και ειδικά όχι τέτοια ώρα. Ποιος ξέρει τι θα σκεφτούν»
   
Η εξώπορτα έκλεισε και χωρίς δεύτερη σκέψη τον έπιασα από το χέρι για να τον καθοδηγώ. Άνοιξα γρήγορα την μπαλκονόπορτα και τον έβγαλα έξω.
   
«Αν πας από εδώ αριστερά θα βγεις μπροστά στην αυλή. Καληνύχτα» του είπα γρήγορα και έκλεισα την μπαλκονόπορτα.
   
Πήγα προς το δωμάτιο μου από οπου έβγαιναν εκείνη την ώρα.
   
«Μαμά, μπαμπά γυρίσατε ;»
   
«Ναι γυρίσαμε. Πάλι στον καναπέ κοιμόσουν ;» κλασική Ελληνίδα μαμά
   
«Ναι αλλά τώρα πάω στο κρεβάτι. Δεν σας βλέπω από την νύστα.»
   
Τους χαιρέτησα και έκλεισα την πόρτα του δωματίου μου. Άφησα μια μεγάλη ανάσα που κράταγα και ξεντυθηκα. Ευτυχώς λογικά θα νόμιζαν ότι με πήρε ο ύπνος με τα ρούχα. Έσβησα το φως και ξάπλωσα για ύπνο.

Χευυυ !!!

Πώς μου είστε ; 🤗

Ελπίζω να σας άρεσε το κεφάλαιο.

Τα λέμε στο επόμενο.

Μπαιιιιιιιι ❤️

The dealWhere stories live. Discover now