20 : φιλί

776 63 2
                                    

Κάθισα δίπλα στην Σοφία με τα μάτια μου βουρκωμενα.
   
«Είναι αλαζόνας, εγωιστής, τον νοιάζει μόνο ο εαυτός του, είναι...είναι» δεν μπορούσα να βρω την κατάλληλη λέξη που να τον περιγράφει.
   
Η Σοφία με αγκάλιασε και μείναμε έτσι μέχρι να χτυπήσει κουδούνι. Σε όλη την υπόλοιπη μέρα ο Αχιλλέας δεν μου μίλησε καθόλου, δεν μου έριξε ούτε ένα βλέμμα. Θέλει να βγει και από πάνω.
   
Γύρισα με τα πόδια στο σπίτι. Για κάποιον λόγο δεν πειναγα καθόλου οπότε πήγα αμέσως στο δωμάτιο μου για να διαβάσω. Από το διάβασμα με απέσπασε το κινητό μου το απόγευμα, που ξεκίνησε να χτυπάει. Το σήκωσα αδιάφορα.
   
«Τελείωσα με το διάβασμα και δεν έχω φροντιστήριο. Θες να πάμε για καφέ ;;» άκουσα την φωνή της από την άλλη γραμμή πριν καν προλάβω να μιλήσω.
   
Ημουν αρκετά καλά με το διάβασμα, είχα σχεδόν τελειώσει οπότε δέχτηκα. Ξεκίνησα να ετοιμάζομαι αμέσως. Φόρεσα ένα στενό τζιν, ένα πουλόβερ και τα αθλητικά μου. Καθώς ετοιμαζομουν είχα βάλει να ακούσω μουσική για να ξεχαστω και κατάφερα να ηρεμήσω λίγο.
   
Φτάνοντας έξω από την καφετέρια όπου δούλευε ο Γιάννης και μέχρι πριν λίγο η Δανάη, ένιωσα τις τρίχες στον σβέρκο μου να σηκώνονται και ένα ρίγος με διαπέρασε. Είχε βγάλει ξανά πολύ κρύο. Μπήκα μέσα και άφησα μια ανάσα όταν ένιωσα ένα ζεστό αεράκι. Το μαγαζί δεν είχε πολύ κόσμο, αλλά δεν ήταν και άδειο. Ανάμεσα στους πελάτες δυστυχώς εντόπισα και τον Αχιλλέα. Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει συνέχεια να τον βλέπω μπροστά μου. Κάθισα σε ένα άδειο τραπέζι αφού η Σοφία δεν είχε έρθει ακόμη.
   
«Γεια σου όμορφη.» με χαιρέτησε με ένα χαμόγελο ο Γιάννης και κάθισε δίπλα μου.
   
«Γεια σου Γιάννη. Τι κάνεις ;;»
   
«Τρέχω και δεν φτάνω. Προσλάβαμε καινούργια υπάλληλο αφού η Δανάη έφυγε.» αναστεναξε βαριά «Και μου λείπει το χαζοχαρουμενο αλλά θα το αποδεκτω.» πρόσθεσε.
   
«Και ποια είναι η καινούργια υπάλληλος ;; » ρώτησα πονηρά.
   
«Την λένε Σάρα.»
   
Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα της αποθήκης του μαγαζιού πίσω από τον πάγκο και ροζ τούφες μαλλιών φάνηκαν στο άνοιγμα. Από μέσα βγήκε η Σάρα που κουβαλούσε μια κούτα.
   
«Να σου πω τι θα έλεγες να βγαίναμε απόψε ;;» ρώτησε και τον κοίταξα δυστακτικα
   
«Δεν ξέρω αύριο έχουμε σχολείο και-»
   
«Έλα τωρα έχουμε τόσο καιρό να βγούμε. Δεν θα αργήσουμε να γυρίσουμε. Δώδεκα και μισή θα σε έχω πάει σπίτι σου.»
   
«Εντάξει.»
   
«Στις οκτώ να είσαι έτοιμη θα έρθω από το σπίτι σου. Και τώρα παω να βοηθήσω την Σάρα.» μου έκλεισε το μάτι και έτρεξε να την βοηθήσει με την κούτα.
   
Αλλά εγώ δεν μπορούσα να το πιστέψω αυτό που συνέβαινε. Η Σάρα να δουλεύει στην καφετέρια όπου συχνάζω. Όταν το βλέμμα της έπεσε επάνω μου κατάλαβα πως αναγνώρισε ποια είμαι.
   
Το κουδουνάκι της πόρτας ακούστηκε και γύρισα το κεφάλι μου. Η Σοφία με είδε αμέσως και με πλησίασε χαμογελώντας. Η Σάρα μουρμουρισε κάτι στον Γιάννη και παράτησε την κούτα. Την είδα να έρχεται προς το μέρος μας.
   
«Είστε έτοιμες να παραγγείλετε ;;» μίλησε γλυκά και κοίταξε κυρίως εμένα.
   
Απέφυγα το βλέμμα της. Δεν άντεχα την κοιτάω. Αυτήν η κοπέλα τόσο καιρό γνώριζε τα πάντα και υποστηρίζει τον Αχιλλέα στο θέμα του θανάτου του αδελφού μου. Βέβαια ο Σάκης λέει πως είναι καλή κοπέλα και ότι βοηθάει να πιαστούν μέλη της συμμορίας, ότι δεν είναι μια από αυτούς.
   
«Εισαι καινούργια εδώ ;;» ρώτησε η Σοφία και την κοίταξα με γουρλωμενα μάτια.

The dealWhere stories live. Discover now