6 : το πάρτυ

946 75 1
                                    

Το επόμενο πρωί ξύπνησα από την τσιριδα της μητέρας μου. Είμαι σίγουρα υιοθετημένη, δεν γίνεται να είναι αυτήν η μητέρα μου.
   
«Βανέσσα ποιο είναι αυτό το αγόρι που κοιμαστε αγκαλιά ;; Πότε ήρθε ;; Θέλω εξηγήσεις τώρα !!!» η φωνή της κάλυπτε τον οποιοδήποτε ήχο για αυτό δεν είχα ακούσει και το ξυπνητήρι.
   
Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα τριγύρω. Ο Σάκης κοιμόταν ανάσκελα και εγώ είχα βρεθεί πάνω του. Τα μαλλιά μου κάλυπταν το πρόσωπο του και είχε περάσει τα χέρια του γύρω από την μέση μου.
   
Για μια στιγμή νόμιζα πως όλα αυτά ήταν απλά ένα όνειρο αλλά τελικά όντως είχε έρθει ο Σάκης στο δωμάτιο μου. Σηκώθηκα από πάνω του και πεταρισε και αυτός τα βλέφαρα του.
   
«Μαμά ο Σάκης είναι.» Είπα νυσταγμενα και τότε σηκώθηκε και αυτός.
   
«Τι έγινε ;;» Ετριψε τα μάτια του προσπαθώντας να συνηθίσει το φως.
   
«Η μητέρα μου έπαθε πάλι κρίση υστερίας μόλις σε είδε στο κρεβάτι μου.»
   
«Βανέσσα τι είναι αυτά που λες ;; Πότε ήρθες εδώ Σάκη ;;» η φωνή της ήταν τόσο γλυκιά που για μια στιγμή νόμιζα πως θα ξεκινήσει να στάζει μέλι...
   
Ε βέβαια....ο Σάκης είναι όμορφος, ξέρει τους γονείς του, διαβαστερος, "το τέλειο αγόρι" όπως λέει ξανά και ξανά η μητέρα μου. Δεν θα την χάλαγε να τα φτιάξω μαζί του.
   
Ξεκίνησε να της εξηγεί πως έχει η κατάσταση όσο εγώ πήγαινα στο μπάνιο να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου.
   
«Εγώ πάω να ετοιμάσω πρωινό. Σάκη θα φας μαζί μας.» τον προσκάλεσε κι όλας. Τελικά μπορεί να γίνει πολύ καλή, αν το θέλει.
   
«Δεν μπορώ. Θα καλέσω έναν κλειδαρά να μου ανοίξει για να πάρω τα βιβλία για το σχολείο. Καλύτερα να μην χάνω χρόνο.»
   
«Θα τα πούμε στο σχολείο τότε.»
   
Τακτοποίησε λίγο τα ρούχα του και έφυγε από το σπίτι. Έδιωξα την μητέρα μου από το δωμάτιο μου για να ντυθώ.
   
Δεν είχα όρεξη για πρωινό, ποτέ δεν μπορώ να φάω το πρωί αν δεν περάσει λίγη ώρα που ξύπνησα.
   
«Εμείς σήμερα θα πρέπει να φύγουμε για ένα συνέδριο. Θα γυρίσουμε σε δύο μέρες.» είπε η μητέρα μου ενώ ο πατέρας μου δεν είχε σηκώσει το κεφάλι του από κάτι χαρτιά
   
«Εντάξει μαμά, δεν υπάρχει θέμα.»
   
«Αν θες μπορείς να πας να μείνεις στο σπίτι του Σάκη ή να έρθει αυτός εδώ να μην είσαι μόνη σου.» πρότεινε ο πατέρας μου γιατί μου έχουν τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη...
   
«Μάλλον το δεύτερο. Ποτέ φεύγετε ;;»
   
«Το μεσημέρι που θα γυρίσεις δεν θα είμαστε εδώ.»           
   
Καθώς πέρναγα έξω από το σπίτι των Παπαδοπουλων που το πούλησαν στον πατέρα του Αχιλλέα όπως έμαθα χθες, κοίταξα μέσα. Ήταν το μεγαλύτερο σπίτι στην γειτονιά. Με τεράστιο κήπο, πισίνα και φρουρό έξω στην πύλη. Κοίτα πολυτέλειες ο Αχιλλέας.
   
Σήμερα όλο το σχολείο μίλαγε για το πάρτυ του Αχιλλέα. Αν σκοπός του ήταν να γίνει διάσημος μπράβο του γιατί το κατάφερε.
   
Πήρα μια τυρόπιτα από το κυλικείο και κατευθύνθηκα προς το τραπέζι όπου καθόταν η Δανάη και η Σοφία. Η Δανάη ακόμα να ξεπεράσει εκείνο το βράδυ οπότε προσπαθούμε με την Σοφία να την κάνουμε να μην το σκέφτεται.
   
«Λοιπόν τι θα βάλετε στο πάρτυ ;;» δεν ασχολείται με τίποτα άλλο πλέον η Σοφία
   
«Και εσείς για αυτό λέτε ;;» Κάθισε βαριά δίπλα μου ο Σάκης, παίρνοντας την τυρόπιτα μου. Ξεκίνησε να τρώει χωρίς να νοιάζεται.
   
«Σάκη είναι δικιά μου. Ξέρεις συνήθως εγώ σου τρώω το φαγητό σου. Μην αλλάξουμε τις παραδόσεις τώρα.» Του πήρα την τυρόπιτα πριν την φάει όλη.
   
«Μαγια σας έκανε ο Αχιλλέας και λέτε όλοι για αυτόν ;;»
   
«Εσυ γιατί τον μισείς τόσο ;» ρώτησε με ύφος ρεπόρτερ η Δανάη
   
«Εμ...απλά δεν τον συμπαθώ. Δεν υπάρχει κάποιος λόγος.»
   
Το μεσημέρι στο σχολασμα πήγα σπίτι και αχ......επιτέλους ηρεμία. Όλα είναι ήσυχα και το κυριότερο μπορώ να κάνω ότι θέλω. Ελευθέρια.
   
Χτυπάει το κουδούνι κάνοντας με να προσγειωθω στην πραγματικότητα. Άνοιξα και είδα τον Σάκη με μια βαλίτσα.
   
«Δεν το εννοείς σωστά ;;» Έδειξα την μπλε βαλίτσα του.
   
«Ο ναι. Μέχρι να γυρίσουν οι γονείς σου θα μένω εδώ για να σε προσέχω.»

The dealWhere stories live. Discover now