7 : βοήθεια

900 73 3
                                    

Όχι πάλι τα ίδια. Τι μεγάλη κόντρα έχει με τον Άλεξ. Δηλαδή δεν βγάζει νόημα, δεν καταλαβαίνω. Αλλά ο Αχιλλέας που κολλάει ;; Και βασικα για πιο λόγο χτυπάνε τον Σάκη ;;
   
Βγήκα γρήγορα στην αυλή. Έφτασα σε εκείνο το σημείο. Ο Σάκης έριξε μια μπουνιά στην κοιλιά του Άλεξ και ο Αχιλλέας τον έσπρωξε μακριά.
   
«Αυτό που κάνατε θα το πληρώσετε μια μέρα. Τίποτα δεν μένει ατιμωριτο!! » Τα λόγια του Σάκη αντιχησαν σε όλη την αυλή και όλοι σώπασαν.
   
Τι ήταν αυτά που έλεγε ;; Τι του έχουν κάνει ;; Όλοι μάλλον αυτό αναρωτιοντουσαν γιατί είχαν σταματήσει να υποστηρίζουν μια από τις δύο πλευρές ενώ ο Αχιλλέας και ο Άλεξ είχαν ένα παγωμένο βλέμμα που με τρόμαζε. Ο Σάκης παραλίγο να δακρύσει. Έτρεξα κοντά του.
   
«Και μπορεί να την γλυτωσατε αλλά θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου δωρεάν να μείνετε μακριά από την Βανεσσα.»  συνέχισε
   
«Σου είπαμε πολλές φορές ότι δεν ήμασταν εμείς.» ήταν ξεψυχημενος ο Άλεξ και αυτό το καταλαβα από την φωνή του.
   
Ο Σάκης έκανε άλλη μια απόπειρα να χτυπήσει τον Άλεξ αλλά αστόχησε και μετά έπεσε στο έδαφος.
   
Τα μάτια μου βουρκωσαν. Το σιχαίνομαι αυτό. Κλαίω πολύ εύκολα, με το παραμικρό κακό που θα συμβεί σε κάποιον που αγαπώ. Προσπάθησα να συγκρατήσω τα δάκρυα μου.
   
Το μάτι του ήταν μελανιασμενο, από το χείλος του έτρεχε αίμα και είχε ένα μικρό σκισιμο στο ένα φρύδι. Αυτά ήταν τα λιγότερα.
   
«Σάκη !! Σάκη είσαι καλά ;;» Έκανε ένα μουγκριτο και άνοιξε τα μάτια του. Τον βοήθησα να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια του.
   
«Πάμε σπίτι.» Κούνησε θετικά το κεφάλι και πήγαμε να φύγουμε.
   
Κάναμε δεκαπέντε λεπτά να φτάσουμε σπίτι γιατί ο Σάκης δεν μπορούσε να πάει πολύ γρήγορα.
   
Θα κοιμόταν στο δωμάτιο του αδελφού μου. Δεν το έχουμε πειράξει καθόλου μετά τον θάνατο του.
   
«Πως είσαι ;;»
   
«Δεν με βλέπεις ;; » εντάξει αφού έχει το κουράγιο να ειρωνεύεται καλά είναι.
   
«Γιατί μαλωνατε ;; Εχω βαρεθεί να σε μαζεύω από κάτι τέτοιους καβγάδες με τον Άλεξ.»
   
«Δεν στο ζήτησα !!» Παρεβλεψα το ποσό επιθετικός ήταν.
   
«Τι ήταν αυτά που τους έλεγες ;; Ότι μια μέρα θα το πληρώσουν... τι σου έκαναν ;; »
   
«Τίποτα.» Απάντησε μετά από λίγη σκέψη και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Σηκώθηκα και του έσβησα το φως.
   
«Οπως νομίζεις. Καληνύχτα.» Δεν μου απάντησε. Το βλέμμα του παρέμεινε ψυχρό έξω από το παράθυρο. Το ήξερα πολύ καλά αυτό το βλέμμα. Ποναγε μέσα του αλλά δεν μου μίλαγε.
   
Πήγα στο δωμάτιο αλλά δεν μπόρεσα να κοιμηθώ πολύ. Αποφάσισα πως θα συζητούσα με τον Σάκη αύριο που θα ήταν καλύτερα, αφού πρώτα θα τα εψελνα λίγο στον "γλυκό" μου Αχιλλεα και "αξιολατρευτο" Άλεξ.
   
«Ει ξυπνά Βανέσσα.» Μου ψιθύρισε στο αυτί γλυκά. Άνοιξα τα μάτια μου και στηριχθηκα στους αγκώνες μου.
   
«Ξύπνησες ;;» ετριψα τα μάτια μου
   
«Ναι. Έχω κάνει πρωινό. Εγώ φεύγω για το σχολείο. Μην αργήσεις.»
   
Έφυγε γρήγορα από το δωμάτιο μου πριν προλάβω να τον ρωτήσω για χθες. Ήξερε πως θα το κάνω για αυτό έφυγε από τόσο νωρίς. Αλλά δεν μου γλυτώνει.
   
Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Έπλυνα το πρόσωπο μου και τα δόντια μου. Φόρεσα ένα άνετο φαρδύ μαύρο τζιν με ένα πλεκτό φούτερ και έφυγα.
   
Στον δρόμο για το σχολείο ένιωθα έναν κόμπο στην κοιλιά. Είχα ένα κακό προαίσθημα πολύ μεγάλο που με αγχωνε.
   
Φόρεσα ένα ψεύτικο χαμόγελο και πέρασα τα κάγκελα του σχολείου. Πλησίασα και κάθισα μαζί με τα κορίτσια.
   
«Τι έγινε χθες ;;» Ήταν η απάντηση τους στο καλημέρα που τους είπα.
   
«Γυρίσαμε σπίτι αλλά δεν μου μίλησε. Και σήμερα το πρωί έφυγε όταν ξύπνησα. Με αποφεύγει γιατί ξέρει πως θέλω να μάθω.» έκανα μια παύση

The dealWhere stories live. Discover now