17 : να μου μιλήσετε ;;

930 60 1
                                    

Ένιωσα το κινητό μου να δονείται στην τσέπη μου και το σήκωσα.
   
«Ναι ;;» ρωτησα επιφυλακτικά τρέμοντας
   
«Σε ξύπνησα ;; Ακούγεσαι κάπως.»
   
«Εμ...ναι Αχιλλέα είχα ξαπλώσει αλλά δεν πειράζει τι θες ;;»
   
«Τι θα έλεγες αύριο να έρθεις σπίτι να φάμε ;; Θα λείπουν όλοι. Μπορούμε να διαβάσουμε και μαζι.»
   
«Ενταξει.» δέχτηκα πριν αρχίσει να αναλύει ότι είχε ετοιμάσει για αύριο.
   
Γύρισα σπίτι και πήγα αμέσως στο μπάνιο. Είχα ιδρώσει ολόκληρη από τον φόβο παρόλο που έξω είχε μόλις τέσσερις βαθμούς κελσίου. Όταν τελείωσα το μπάνιο μου ξάπλωσα στο κρεβάτι και αλλα όλο το βράδυ στριφογυριζα στο κρεβάτι.
   
Το επόμενο πρωί πρέπει να ήταν έντεκα όταν επιτέλους κατάφερα να σηκωθώ. Δεν είχα καθόλου δυνάμεις ήθελα απλά να μείνω όλη μέρα στο κρεβάτι. Αλλά αυτό δεν γινόταν γιατί θα βρισκόμουν με τον Αχιλλέα. Ήταν το μόνο θετικό σημείο στην όλη υπόθεση.
   
Ντύθηκα βιαστηκα και άνοιξα το κινητό μου να δω αν είχα τίποτα ειδοποιήσεις. Τρεις αναπάντητες από την Δανάη και δύο από την Σοφία. Και έλεγα τι ξέχασα, τι ξέχασα. Αυτές τις δύο να ενημερώσω ξέχασα.
   
Κάλεσα πρώτα την Σοφία που ήξερα πως θα ήταν σίγουρα ξύπνια. Το απάντησε στο πρώτο κουδούνισμα.
   
«Σε ψάχνουμε και εγώ και η άλλη από χθες που γυρίσαμε από το σχολείο και δεν απαντάς. Πώς την είδες δηλαδή ;; Σε πήραμε τόσες φορές τηλέφωνο γιατί δεν το σηκώνεις ;;»
   
«Ημουν έξω.» ήταν το μόνο που είπα τελικά και μπορούσα να φανταστώ την αγανακτησμενη έκφραση που θα είχε πάρει.
   
«Λοιπον σας έχω νέα. Πρέπει να συναντηθούμε. Αλλά όχι τώρα γιατί θα βγω με τον Αχιλλέα. Το απόγευμα, στο σπίτι μου, μόνες μας, είναι πολύ σοβαρό.»
   
«Με τρομάζεις Βανέσα. Τουλάχιστον εσύ είσαι καλά ;;»
   
Κατά πόσο είμαι καλά και ασφαλές μετά το χθεσινό ;; Η Σάρα...είναι με το μέρος αυτών που πήγαν να χτυπήσουν τον Σακη, το είπε και η ίδια, αλλά μετά μίλαγε φιλικά με τον Σάκη. Πρέπει να την φοβάμαι ή όχι ;; Μήπως μου την στήσουν και εμένα τώρα που τους παρακολουθούσα ;;
   
«Βανέσσα τι έπαθες γιατί δεν μιλάς ;;» Είχα ξεχάσει την Σοφία με τις σκέψεις που στροβιλιζαν στο μυαλό μου.
   
«Μια χαρά είμαι. Λοιπόν στις 5 σπίτι μου. Μην αργήσετε. Πες και στην Δανάη.»
   
Της έκλεισα το τηλέφωνο και κοίταξα από το παράθυρο της κουζίνας τον δρόμο. Ήταν άδειος και έρημος. Ήσυχος. Τρομακτικά ήσυχος μπορώ να πω.
   
Κάποιος χτύπησε το κουδούνι και πλησίασα την πόρτα. Κοίταξα από το ματάκι της πόρτας και είδα τον Σάκη. Άνοιξα την πόρτα και πήρα το ψεύτικο χαμόγελο μου.
   
«Λοιπον σου ζητάω συγγνώμη για την συμπεριφορά μου γιατί δεν φταις μόνο εσύ αλλά και εγώ. Αν και πιο πολύ φταις εσύ αλλά τέλος πάντων. Δεν μπορώ να είμαστε μαλωμενοι. Αν και ακόμα θέλω να χωρίσεις με τον Αχιλλέα μπορούμε να τα ξανά βρούμε ;;» μου είπε με μια ανάσα και πήρε ένα επιφυλακτικό χαμόγελο.
   
Τον αγκάλιασα σφιχτά. Τον είχα πολύ ανάγκη αυτήν την στιγμή. Ήθελα να τον νιώθω δίπλα μου.
   
«Αυτο το παίρνω ως θετική απάντηση.»
   
«Ακριβώς. Αν και ακόμα δεν καταλαβαίνω γιατί δεν θες τον Αχιλλέα αλλά ας το συζητήσουμε κάποια άλλη στιγμή.»
   
«Μου αρέσει που συμφωνούμε. Λοιπόν μόνο αυτό ήθελα, τώρα πρέπει να φύγω έχω ραντεβού με την παρέα μου στην καφετέρια του Γιάννη»
   
Μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και ξεκίνησε να φύγει. Στο τέλος της αυλής του σπιτιού γύρισε και με κοίταξε.
   
«Αν ποτέ χρειαστείς βοήθεια ή νιώσεις να κινδυνεύεις τηλεφώνησε μου.» μου είπε σοβαρός και έφυγε.
   
Τι ήταν τώρα αυτό ;; Αποκλείεται να το είπε στην τύχη ή επειδή θέλει το καλό μου ;; Κάτι συμβαίνει εδώ και μάλλον κινδυνεύω. Αυτήν την αίσθηση έχω από το πρωί. Αλλά μπορεί να είναι και από την υπερένταση της χθεσινής νύχτας.
   
Στο σπίτι του Αχιλλέα έφτασα γρήγορα αφού προσπαθούσα να πηγαίνω όσο πιο γρήγορα μπορώ γιατί ένιωθα εκτεθημενη. Μετά τα χθεσινά λογικό ήταν να φοβάμαι λίγο. Έστω και αν δεν ήξερα τι ή ποιον φοβόμουν.
   
Χτύπησα την πόρτα και αντί να μου ανοίξει η Αριάδνη όπως γινόταν τον τελευταίο μήνα που έρχομαι εδώ μου άνοιξε ο ίδιος ο Αχιλλέας. Χαμογελαγε σαν ένα μικρό παιδί.
   
«Ελπίζω να μην έχεις φάει πρωινό γιατί η Αριάδνη έχει κάνει καταπληκτικά σπιτικά κρουασάν με σοκολάτα.»
   
«Οχι δεν έχω φάει.» Μου άφησε χώρο να περάσω και έκλεισε την πόρτα.
   
«Τέλεια τότε. Ήταν ευκαιρία να βρεθούμε λίγο τώρα που λείπουν όλοι.» Με αγκάλιασε και ένωσε τα μέτωπα μας.
   
«Που πήγαν ;;»
   
«Οι γονείς μου δουλειές, ο Πάνος βγήκε έξω και η Αριάδνη έχει άδεια.» 
   
«Και εγώ μόνη είμαι σπίτι. Οι γονείς μου λείπουν σε ένα χαζό συνέδριο και θα γυρίσουν την Δευτέρα.»
   
Πήγαμε προς την κουζίνα και καθίσαμε αντικριστά στο τραπέζι.
   
«Μήπως τότε θα έπρεπε να έρθω να σε προσέχω ;;» μου είπε πονηρά.
   
«Τα καταφέρνω και μόνη μου.»
   
Δεν αρνήθηκα το καφέ που μου προσέφερε ο Αχιλλέας αν και είχα πιει ήδη μια κούπα από το σπίτι. Ένιωθα πολύ κουρασμένη και δεν μπόρεσα να αντισταθώ.
   
Τα κρουασάν αποδείχθηκαν τα πιο ωραία κρουασάν που έχω δοκιμάσει ποτέ στην ζωή μου τελικά. Ο καφές ήταν καλοψημενος και μόνο όρεξη για διάβασμα δεν είχαμε μετά από αυτό το τέλειο πρωινό, που πρωινό στις δώδεκα δεν το λες αλλά τέλος πάντων.
   
«Ελα να κάτσουμε εδώ. Θες να παίξουμε κάνα επιτραπέζιο ;;» μου πρότεινε ο Αχιλλέας.
   
«Οχι Αχιλλέα θα διαβάσουμε. Εσυ είσαι ικανός μέχρι και κρυφτό να θελήσεις να παίξουμε για να μην διαβάσεις.»
   
«Τωρα που το λες ξέρεις πόσα χρόνια έχω να παίξω κρυφτό ;;»
   
«Καλα εγώ πάω να διαβάσω στο δωμάτιο σου. Αν θες έλα αν δεν θες μείνω εδώ απλά μην φας όλα τα κρουασάν.»
   
Ξεκίνησα να ανεβαίνω την σκάλα με κατεύθυνση το δωμάτιο του και στα μισά τον άκουσα να ξεφυσαει και να τρέχει να με προλάβει.
   
«Εισαι κακία.» είπε με φωνή παιδιού και έκανε ένα μουτρωμενο φατσακι.
   
Ρολαρα τα μάτια μου και κάθισα στην καρέκλα του γραφείου του. Πήρε μια καρέκλα που ήταν παρατημένη στην άκρη του δωματίου με μια στιβα πράγματα και την έφερε δίπλα μου.
   
Από το διάβασμα μας διέκοψε η κοιλιά μου όταν ξεκίνησε να γουργουριζει.
   
«Μάλλον πρέπει να κάνουμε διάλειμμα γιατί κάποια πεινάει.» η ανάσα του έσκασε στον λαιμό μου.
   
«Ωραια παράγγειλε κάτι γιατί πεθάνω της πείνας.»
   
«Αμα περίμενα ποτέ θα αποφασίσεις να αφήσεις το διάβασμα θα μας έβρισκαν σκελετούς. Παραγγειλα όταν βγήκα  έξω πριν.»
   
«Υπερβολές. Εσύ έχεις πάρει πολύ χαλαρά την τρίτη λυκείου.»
   
Χτύπησε το κουδούνι και τρέξαμε μαζί κάτω. Κατεβήκαμε την σκάλα και βρήκαμε την πόρτα ήδη ανοιχτή. Έξω ήταν ο Πάνος που πλήρωνε τον ντελιβερα. Μόλις μπήκε μέσα και μείναμε οι τρεις μας, ο Αχιλλέας πήρε το γνωστό ψυχρό του βλέμμα απέναντι του.
   
«Ειπες ότι θα γυρναγες αργά.» του είπε απότομα.
   
Το χαμόγελο του Πάνου σιγά σιγά εξατμίστηκε από τα χείλη του για να πάρει ένα λυπημένο βλέμμα.
   
«Άλλαξαν τα σχέδια. Αλλά δεν θα ενοχλήσω. Ορίστε.»
   
Του έδωσε την πίτσα και ανέβηκε στο δωμάτιο του. Εμείς καθίσαμε σε έναν από τους καναπέδες και ανοιξε το λάπτοπ για να δούμε μια ταινία.
   
«Σοβαρα τώρα τι τρέχει με εσένα και τον Πάνο ;; Δεν γίνεται να είστε αδέλφια και να έχετε τέτοια σχέση.»
   
«Δεν ειμασταν πάντα έτσι. Τον τελευταίο χρόνο χάλασαν οι σχέσεις μας.»
   
«Μιλά μου επιτέλους.»
   
«Πριν δύο χρόνια τα είχα με μια κοπέλα. Ήμουν πολύ ερωτευμένος μαζί της. Η σχέση μας κράτησε περίπου ένα χρόνο. Την χώρισα γιατί την είδα να φιλιεται με τον Πάνο. Πάντα είχε ότι ήθελε, από παιδί. Την περισσότερη προσοχή των γονιών, την περισσότερη στήριξη. Δεν λέω πως εμένα δεν με αγαπούσαν αλλά πάντα με σύγκριναν μαζί του. "Ο Πάνος ξέρει ξένες γλώσσες θα μάθεις και εσύ." "Ο Πάνος έκανε εκείνο, εκανε το άλλο, γιατί δεν τα πηγές το ίδιο καλά με τον Πάνο ;;" » μιμήθηκε την φωνή του πατέρα του.
   
«Αλλα ο Πάνος ήθελε μέχρι και το κορίτσι μου. Και τα κατάφερε. Τους είδα να φιλιούνται στο πίσω μέρος του σπιτιού σε ένα πάρτυ. Από τότε όλα στραβωσαν.»
   
«Και μετά αφού τους είδες τι έγινε ;;»
   
«Μου πέταξαν την γνωστή δικαιολογία. Ότι ήταν ένα φιλί πάνω στην μέθη τους. Αλλά για να μην με πεις άκαρδο δεν την χώρισα μόνο για αυτό. Με εγκατέλειψε στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου.»
   
«Δηλαδη ;;» ρώτησα με περιέργεια
   
«Τιποτα άστο.»
   
«Πως την λέγανε την κοπέλα ;;»
   
«Άστα τώρα αυτά δεν θα λέμε για το παρελθόν.» είπε και πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους μου
   
«Ναι αλλά εσύ για κάτι που έγινε στο παρελθόν δεν μιλάς στον Πάνο. Αν συμβεί κάτι θα το μετανιώνεις μετά.»
   
«Δεν παθαίνει τίποτα.»
   
«Και εγώ το ίδιο έλεγα....»
   
«Ε είπαμε να περάσουμε καλά όχι να βγάλουμε τα ψυχολογικά μας. Λοιπόν θες θρίλερ ή δράσης ;;» Με ρώτησε καθώς είχε ήδη ξεκινήσει να ψάχνει ταινίες.
   
Όταν η ώρα πήγε τέσσερις και μισή ήταν ώρα να φύγω. Σε λίγο θα ερχόντουσαν τα κορίτσια.
   
«Θα τα πούμε αύριο ;;»
   
«Θα δούμε.» Του έδωσα ένα πεταχτό φιλί και έφυγα.
  
Στην διαδρομή πήγαινα χαλαρά σε σχέση με το πρωί. Ο Αχιλλέας με είχε ηρεμήσει. Άραγε ποια να ήταν η κοπέλα που μου είπε ;; Και για την Σάρα ξέχασα να τον ρωτήσω. Να θυμηθώ να το κάνω.
   
Έφτασα στο σπίτι και απέξω ήταν ήδη τα κορίτσια. Ρολαρα τα μάτια μου με την υπερβολική αντίδραση τους γιατί είχαν έρθει ένα τέταρτο νωρίτερα από ότι τους είπα. Έτσι δεν είχα προετοιμάσει αυτά που θα τους έλεγα ή πόσα θα τους έλεγα.
   
Μπήκαμε μέσα και έβαλα σε ένα πιάτο μερικά κουλούρια σοκολάτας που είχαν περισσέψει. Τα άφησα στο τραπέζι αλλά καμία δεν τα άγγιξε.
   
«Ακούμε.» είπαν εν χορό.
   
Τα λόγια βγήκαν από μέσα μου σαν χείμαρρος. Δεν ήθελα να κρατήσω τίποτα κρυφό, δεν μπορούσα. Αν δεν μίλαγα σε κάποιον θα έσκαγα. Έτσι τους είπα για τον Αχιλλέα και για τον Σάκη.
   
«Δεν ξέρω αν πρέπει να χαρώ που τα έφτιαξες με τον Αχιλλέα ή να τρομαξω σχετικά με τον Σάκη.» είπε μπερδεμένη η Σοφία και μπορούσα ήδη να καταλάβω πόσο πυρετωδώς δούλευε το μυαλό της για να βγάλει άκρη
   
«Αυτήν η Σάρα πολύ αχωνευτη μου φάνηκε. Κάτι κρύβει. Μου φαίνεται πως το παίζει σε διπλό ταμπλό. Να την προσέχεις.»
   
«Ναι Δανάη γιατί αν δεν μου το έλεγες δεν θα το έκανα.» ανακατωσα τα μαλλιά μου για να εκτονωσω κάπως το άγχος μου
   
«Εγω πάλι πιστεύω ότι πρέπει να μιλήσεις στον Σάκη και να ζητήσεις εξηγήσεις. Κάτι συμβαίνει εδώ !!» είπε η Σοφία με ένα δραματικό τόνο στην φωνή της.
   
Δεν απάντησα. Κάτι μου έλεγε πως δεν θα μου άρεσε αυτό που θα άκουγα αν τον ρωταγα. Έκανα μια μικρή σημείωση στο μυαλό μου να τον ρωτήσω, αλλά όχι τώρα. Τώρα ήθελα απλά να περάσω μια ήρεμη μέρα.
   
Η υπόλοιπη εβδομάδα ήταν πολύ περίεργη. Δεν είχα καμία "ανεπιθύμητη" συνάντηση αν και είχα συνεχώς την αίσθηση ότι κάποιος με παρακολουθούσε. Οι γονείς μου ακόμη έλειπαν αυτήν την φορά σε άλλο συνέδριο. Τα πράγματα με τον Αχιλλέα είναι το μόνο καλό σημείο στην όλη κατάσταση. Τα πηγαίνουμε πολύ ωραία. Το παράξενο είναι αυτό που συμβαίνει με τον Σάκη που ξεφυτρώνει συνέχεια μπροστά μου και συνεχίζει να κοιτάει με μισό μάτι και ξινισμενη μούρη τον Αχιλλέα.
   
Φορτωθηκα στους ώμους μου την σχολική τσάντα για μια ακόμη σχολική μέρα. Τουλάχιστον κόντευε το Σάββατο, σήμερα ήταν Παρασκευή και έπαιρνα λίγο κουράγιο.
   
Καθώς περπάταγα στην άκρη του δρόμου με κατεύθυνση το σπίτι του Αχιλλέα ένιωσα πάλι τις τρίχες στον σβέρκο μου να σηκώνονται. Γύρισα απότομα πίσω και είδα μερικές τούφες από ροζ μαλλιά να χάνονται πίσω από ένα σπίτι.  Δεν χρειάστηκε πολύ ώρα να καταλάβω τι γινόταν. Ήταν η Σάρα. Ξανά.
   
Για μια στιγμή παραλίγο να παρασυρθω από την περιέργειά μου και να την ακολουθήσω. Τελικά πήγα μέχρι το σπίτι του Αχιλλέα όσο πιο γρήγορα μπορούσα.
   
Εκείνη την ώρα έφευγε ο πατέρας του από το σπίτι. Στάθηκα λίγο πιο πίσω για να μην με δει. Μπήκε σε ένα αυτοκίνητο που τον περίμενε στην απέναντι μεριά του δρόμου και έφυγαν μαζί με ένα κύμα σκόνης που σήκωσαν από τον δρόμο. Τον είδα από τον καθρέφτη του αμαξιού να με κοιτάει περιφρονητικά μέχρι να χαθούν από το οπτικό μου πεδίο.
   
Χτύπησα το κουδούνι και μου άνοιξε η γλυκιά Αριάδνη με το ζεστό χαμόγελο της όπως πάντα να κοσμεί το πρόσωπο της. Τα ξανθά μαλλιά της ήταν πιασμένα μια ψηλή κοτσίδα ένα τα κάστανα μάτια της με κοιταγαν ήρεμα.
   
«Καλημέρα Αριαδνη.»
   
«Δεν πιστεύω να έπεσες πάνω στον πατέρα του Αχιλλέα ;; Μόλις έφυγε.»
   
«Οχι ευτυχώς τον απέφυγα τον κύριο ξιπασμενο και εγωιστή.» είπα καθώς έμπαινα μέσα και μετά θυμήθηκα ότι μίλαγα για το αφεντικό της «Θελω να πω..» προσπάθησα να διορθώσω την κατάσταση.

Εκείνη δεν έδειξε να προσβλήθηκε, δεν έσβησε το χαμόγελο της.
   
«Δεν σε κακολογω, δεν τον ξέρεις. Εχει λόγους για ότι κάνει.»
   
«Ναι μισεί τον πατέρα μου οπότε και την υπόλοιπη οικογένεια. » είπα αδιάφορα.
   
«Αχ κακόμοιρο κορίτσι πόσα λίγα ξέρεις και πόσα λίγα καταλαβαίνεις.»
Η φωνή της έσβησε καθώς χανόταν σε ένα από τα δωμάτιο του σπιτιού.
   
«Τι εννοουσατε ;;» την ρώτησα όταν την βρήκα στο καθιστικό να καθαρίζει.
   
«Τιποτα γλυκιά μου. Ο Αχιλλέας είναι επάνω.» λογικά περιμενε να πάω επάνω και αυτό  ετοιμαζομουν να κάνω όταν ο Αχιλλέας κατέβηκε από την σκάλα.
   
Πήγαμε μαζί στο σχολείο και έδειχνε πολύ εκνευρισμένος σχετικά με κάτι που του έκανε ο Πάνος. Δεν έδινα μεγάλη σημασία στα λόγια του. Οι σκέψεις μου ήταν αλλού. Στην Σάρα. Την είχα ξανά δει, αλλά γιατί με παρακολουθεί ;; Μάλλον δεν θα το μάθω σύντομα. Ή απλά μπορεί να είναι της φαντασίας μου.
   
Γυρνώντας σπίτι το μεσημέρι μαζί με τα κορίτσια για να διαβάσουμε σπίτι βρήκα εκεί τους γονείς μου και τον Σάκη. Ήταν καθιστοί στο τραπέζι της κουζίνας, σκεφτικοι, χωρίς να μιλάνε.
   
«Γύρισες γλυκιά μου ;;» ρώτησε η μητέρα μου όταν με είδε αλλά από το τρέμουλο των χεριών της κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά.
   
«Δεν είσαι μόνη σου ;;» ακούστηκε απογοητευμένος ο πατέρας μου.
   
«Οχι. Συμβαίνει κάτι ;;»
   
«Ναι θέλουμε να σου μιλήσουμε οπότε -»
   
«Δεν έχει νόημα κύριε Αλεξίου.» παρενεβει ο Σάκης «Οτι πούμε θα το πει μετά στα κορίτσια. Όποτε δεν πειράζει αν κάτσουν τα κορίτσια. Τις αφορά κι όλας λιγο.»
   
Ο πατέρας μου συμφώνησε με ένα κοφτό κούνημα του κεφαλιού του και πήγε στο καθιστικό. Τον ακολούθησα και κάθισα στον καναπέ απέναντι του με την Δανάη και την Σοφία αριστερά και δεξιά μου αντίστοιχα.
   
«Θελω να μας ακούσεις προσεκτικά χωρίς να μας διακόψεις.»

Χευυυ🤗

Το σταματάω εδώ γιατί αλλιώς θα βγει πολύ μεγάλο το κεφάλαιο και δεν θέλω να γίνει κουραστικό.

Τι πιστεύετε θέλουν να της πουν οι γονείς της ;;
Μία βοήθεια, έχει να κάνει με τον Αχιλλέα και τον αδελφό της.

Τα λέμε στο επόμενο κεφάλαιο

Μπαιιιιιιιι ❤️

The dealWhere stories live. Discover now