10 : η χάρη

882 59 0
                                    

Στεκόταν με αυτό το ψυχρό, συνηθισμένο πλέον, ύφος του.
   
«Καλημέρα.» Μίλησε πρώτος ο πατέρας της Δανάης. Η φωνή του ήταν τόσο ψυχρή όσο και το ύφος του. Από την αναπνοή του κατάλαβα ότι κάπνιζε πριν έρθει.
   
Μισό λεπτό από ποτέ καπνίζει ο πατέρας της Δανάης ;; Θυμάμαι στο γυμνάσιο, όταν ακόμα ήταν οικογένεια, την Δανάη να περηφανεύεται που κανένας από τους γονείς της δεν καπνίζει.
   
«Τι κάνετε εδώ ;; Αν ψάχνετε την Δανάη....» ξεκίνησα να λέω αλλά σήκωσε το χέρι του για να με σταματήσει. Αυτός ο άνθρωπος με τρομάζει.
   
«Ξέρω πολύ καλά ότι η Δανάη δεν είναι εδώ. Τι νόμιζες ;; Πως δεν ξέρω που πηγαίνει και με ποιον η ίδια μου η κόρη ;; Μπορεί να την έχω παρατήσει, το παραδέχομαι, και να την αφήνω να ζει μόνη ενώ αυτό έχει πολλούς κινδύνους αλλά την νοιάζομαι. Και εγώ και η μητέρα της.»
   
«Δεν δείχνετε πως νοιάζεστε.»
   
«Δεν ήρθα για να μου κάνει υποδείξεις ένα δεκαεφτάχρονο κοριτσάκι.»
   
«Για αυτό είμαι σίγουρη.» Του είπα το ίδιο ειρωνικά όσο μου είχε μιλήσει και αυτός.
    
«Θα ήθελα να μιλήσουμε. Οι δύο μας.» Αποκλείεται να ξεστόμισε αυτά τα λόγια. Να θέλει να μιλήσει μαζί μου.
   
«Δεν έχουμε κάτι να πούμε.»
   
«Αφορά την Δανάη. Επειδή εκείνη δεν με ακούει πιστεύω πως με εσένα θα βγάλω άκρη. Αν και το βλέπω χλομό...»
   
«Από την στιγμή που δεν μου λέτε το θέμα της συζήτησης που θέλετε να κάνουμε δεν έρχομαι μαζί σας.» Του μίλησα με αυτοπεποίθηση αν και με έτρωγε η περιέργεια να μάθω τι με ήθελε.
   
«Πες μου λίγο, πώς κατάφερες και μπήκες τις προάλλες στο σπίτι μου ;; Σίγουρα από την μπαλκονόπορτα έχω πει εκατό φορές στην μαγείρισσα να την κλείνει.» Μου είπε αλλάζοντας τελείως την κουβέντα μας. Δεν απάντησα, δεν ήξερα τι έπρεπε να πω, οπότε καλύτερα να μείνω μουγκή.
   
«Δεν μιλάς τώρα. Σου κόπηκε η μιλιά. Ξέρεις φαντάζομαι πως θα μπορούσα να σου κάνω μήνυση και να σε τρέχω στα δικαστήρια.»
   
«Δεν καταλαβαίνω για τι πράγμα μιλάτε.» Είπα και προσπάθησα να ακουστω ήρεμη.
   
«Λοιπόν το πράγμα είναι απλό. Έρχεσαι μαζί μου στο αμάξι να μιλήσουμε και σου υπόσχομαι πως δεν θα φύγουμε καθόλου από εδώ. Απλά θέλω να είμαι σίγουρος πως δεν θα μας ακούει κανείς.» Φάνηκε τώρα πιο πρόθυμος για κουβέντα χωρίς να με ειρωνεύεται.
   
«Αλλιώς ;;» Ξεροκαταπια
   
«Αλλιώς θα ψάχνεις δικηγόρο.»
   
Το έχει η μοίρα μου φαίνεται με τους εκβιασμούς. Τον ακολούθησα στην άσπρη λιμουζίνα του. Μόλις μπήκαμε μέσα, στα πίσω καθίσματα, ο σοφέρ κατέβηκε από το αμάξι. Τόση εχεμύθεια λες και θα συζητήσουμε τα μυστικά του κράτους. Τον λυπήθηκα λίγο που θα καθόταν από έξω με αυτό το κρύο.
   
«Χαίρομαι που επιτέλους συνεργάστηκες.»
   
«Θα προτιμούσα να μπείτε αμέσως στο θέμα για να μην ξοδεύω ανούσια τον χρόνο μου.» Του είπα ήρεμη αν και είχε αρχίσει να τελειώνει η υπομονή μου.
   
«Πολύ καλά. Λοιπόν όπως σου είπα αφορά την Δανάη. Πρέπει να γυρίσει σπίτι. Αυτήν η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ ακόμα.» Αντε πάλι τα ίδια.
   
«Η Δανάη σε ένα χρόνια γίνεται δεκαοκτώ. Κάντε υπομονή και μετά δεν θα έχετε να ανησυχείτε για το πώς θα σας σχολιάζει ο κόσμος.»
   
«Δεν έχεις καταλάβει εντελώς τίποτα. Αλλά τι περίμενα από ένα δεκαεφτάχρονο κορίτσι που δεν γνωρίζει καν την αλήθεια.»
   
Ε ;; Α δεν πάμε καλά...καθόλου καλά. Τι λέει ;; Ποια αλήθεια δεν γνωρίζω ;; Να με μπερδέψει πάει ;;
   
«Δεν καταλαβαίνω.»
   
«Η Δανάη θα γυρίσει σπίτι γιατί είναι επικυνδινο να ζει μόνη.»
   
«Το ξέρει και η ίδια πως υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι εκεί έξω αλλά....»
Πάλι με διέκοψε η βροντερή φωνή του.
   
«Παλι δεν καταλαβαίνεις.» Έλεγε εκνευρισμένος που δεν μπορούσε να βγάλει άκρη αλλά μην ανησυχείτε, ούτε εγώ μπορώ.
   
«Υπάρχουν πολλά που δεν γνωρίζεις....» Αυτήν την φορά τον διέκοψα εγώ.
   
«Συμβαίνει κάτι ;; Μιλήστε μου μπας και καταλάβω τι συμβαίνει !!» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
   
«Να γυρίσουμε στο θέμα μας...θέλω να πείσεις την Δανάη να γυρίσει σπίτι.»
   
«Αν νοιαζόσασταν για τους κινδύνους που υπάρχουν που ζει μόνη θα κάνατε κάτι τόσο καιρο. Με το να ανησυχείτε δεν καταφέρνετε κάτι.»
   
«Νομίζεις πως δεν έχω κάνει τίποτα και την έχω αφήσει να ζει μόνη ;; Νομίζει ότι ζει μόνη. Μαθαίνω την κάθε της κίνηση.»
   
Από την έκφραση του νομίζω πως κατάλαβε ότι ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΊΝΩ ΤΊΠΟΤΑ.
   
«Αλλά τώρα πρέπει να έρθει σπίτι. Θα είναι καλύτερα εκεί. Την ζητάει και η μητέρα της. Είναι κρίμα να μην την βλέπει, κανείς δεν ξέρει τι γίνεται αύριο.» Είπε με μια θλίψη στην φωνή του και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του συσπαστηκαν, όπως όταν ετοιμαζόμαστε να κλάψουμε.
   
«Δεν σας καταλαβαίνω ξανά.» Στην πρωτοτυπία σκίζω.
   
«Τίποτα, απλά πρέπει να με βοηθήσεις. Πρέπει να είναι δίπλα στους γονείς της, στην μητέρα της...» μου έπιασε τα χέρια και τα κοίταξα δειλά.
   
Αυτήν η ιδιαίτερη αναφορά στην μητέρα της κάτι κρύβει και δεν μου αρέσει. Με κοιταγε παρακαλιτικα.
   
«Στην μητέρα της....αυτήν που όλο λείπει στα κομμωτήρια και στις βόλτες ;; Που δεν δίνει δεκάρα για την κόρη της ;; » Είπα και πρόσθεσα και ένα ειρωνικό γελακι στο τέλος καθώς τράβηξα τα χέρια μου.
   
«Δεν ξέρεις τίποτα, ούτε εσύ ούτε η Δανάη. Αυτό είναι το θέμα.»
   
Για λίγο επικράτησε σιωπή.
   
«Προσπαθώ από την μέρα που έφυγε από το σπίτι να επικοινωνήσω μαζί της αλλά με αποφεύγει με μεγάλη επιτυχία.»
   
«Σας φοβάται. Δεν θέλει να έρθει σπίτι. Δεν άντεχε την κατάσταση που επικρατούσε.» Αυτά ήταν τα ακριβή λόγια της Δανάης
   
«Την καταλαβαίνω εν μέρη. Αφού δεν είσαι πρόθυμη να με βοηθήσεις θα ήθελα κάτι άλλο τότε.»
   
«Σας ακούω.» Είπα ανακουφισμένη καθώς έβλεπα την κουβέντα μας να τελειώνει επιτέλους.
   
«Θέλω να την πείσεις να μου τηλεφωνήσει για να βρεθούμε. Έχουμε να συζητήσουμε κάτι πολύ σοβαρό.»
   
Ήθελα πολύ να ρωτήσω τι ήταν το τόσο σοβαρό αλλά δεν ήθελα να μείνω λεπτό παραπάνω σε αυτό τον αμάξι.
   
«Εντάξει θα το κάνω.»
   
«Σε παρακαλώ είναι μεγάλη ανάγκη. Δεν θέλω φασαρίες. Είναι πολύ επείγων να μιλήσουμε.» Πρώτη φορά τον άκουγα να παρακαλάει άνθρωπο και μου φαινόταν πολύ άβολη η στιγμή.
   
Τον διαβεβαίωσα πως θα της το πω.
   
«Σε ευχαριστω.»
   
Κατέβηκα από το αμάξι ενώ ταυτόχρονα μπήκε μέσα ο σοφέρ. Το κοιταγα να απομακρύνεται.
   
Η συζήτηση είναι πολύ μπερδεμένη. Το μόνο σίγουρο είναι πως κάτι σοβαρό συμβαίνει που δεν ξέρει η Δανάη.
   
Αποφάσισα να μην ασχοληθώ παραπάνω. Γύρισα στα αρχικά μου σχέδια.
   
Πήγα σχεδόν τρέχοντας μέχρι το σπίτι της Δανάης. Δεν ήθελα να πάει ούτε ένα λεπτό χαμένο. Έφτασα και ξεκίνησα να χτυπάω το κουδούνι έξω από την πολυκατοικία.
   
«Ναι ;;» Ακούστηκε η φωνή της Δανάης και κατάλαβα ότι την είχα ξυπνήσει. Έτσι ακριβώς ήταν και η φωνή της Σοφίας όταν την πήρα τηλέφωνο και της είπα να έρθει από εδώ γρήγορα.
   
«Η Βανέσσα είμαι.»

The dealWhere stories live. Discover now