Κεφάλαιο 1ο

565 47 42
                                    

Έναν μήνα πριν:

Θυμάμαι ότι όπως κάθε πρωί άκουσα τον κόκορα να λαλεί και άνοιξα σιγά-σιγά τα μάτια μου. Είδα τις πρώτες αχτίνες του ήλιου να μπαίνουν από το παράθυρο και να φωτίζουν ελάχιστα την σκοτεινιά του δωματίου μου.

Πέταξα τα σκεπάσματα από πάνω μου και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Τεντώθηκα και πλησίασα το παράθυρο και το άνοιξα.

Ο ήλιος του πρωινού μπήκε στο δωμάτιο μου και το έλουσε στο φως. Ήταν χαρά Θεού έξω η μέρα. Τέλη Απριλίου. Πλέον η άνοιξη είχε μπει και είχε φέρει μαζί της τις μυρωδιές της. Πήρα μια ανάσα και μύρισα το άρωμα των λουλουδιών και ένιωσα το απαλό αεράκι στο πρόσωπο μου.

Θα ήταν μια πολύ όμορφη μέρα σήμερα και γιατί είχε λιακάδα, αλλά και γιατί σήμερα θα επέστρεφε ο Γκάμπριελ μετά από τέσσερις μήνες.

Αφού χάζεψα λίγο την θέα από το παράθυρο μου πήγα και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη.

Πλέον δεν ήμουν παιδί, το ήξερα και το έβλεπα και στο σώμα μου. Λίγους μήνες πριν είχα κλείσει τα δεκαοχτώ μου χρόνια. Ήμουν μια νεαρή γυναίκα πια.

Άλλες κοπέλες στο χωριό μου στην ηλικία μου, είχαν ήδη τουλάχιστον ένα παιδί.

Μια ξαδέρφη μου η Έμμα είχε παντρευτεί στα δεκαπέντε της και τώρα στα δεκαοχτώ της είχε δύο παιδιά.

Ήξερα ότι πλέον ήμουν και εγώ στην ηλικία να παντρευτώ, να κάνω οικογένεια και το ήθελα πολύ. Ευχόμουν μόνο άνδρας μου να γινόταν κάποιος που θα με αγαπούσε και θα με σέβεται.

Πήρα ένα χτενάκι και άρχισα να χτενίζω τα μαλλιά μου. Ήταν μαύρα ίσια και έφταναν λίγο πιο κάτω από τους ώμους μου. Τα μάτια μου ήταν γαλανά σαν του πατέρα μου και το σώμα μου ήταν αδύνατο αν και πλέον είχε αποκτήσει τις καμπύλες στα κατάλληλα σημεία.

Δεν ξέρω αν ήμουν όμορφη. Οι γονείς μου με έλεγαν "Πούλια" κάποιες φορές, αλλά νομίζω ότι υπερέβαλαν διότι ήμουν η μοναχοκόρη τους και με αγαπούσαν πολύ.

Αφού χτένισα τα μαλλιά μου, έβγαλα την νυχτικιά μου, έβαλα ένα φόρεμα και βγήκα έξω. Είχαμε έναν κουβά με νερό και έριξα στο πρόσωπο μου και όλη η νύστα έφυγε.

Μπήκα ξανά μέσα και είδα την μητέρα μου να έχει βάλει νερό στην κατσαρόλα και να το βράζει.

"Καλημέρα Λίριο μου" μου είπε.

"Καλημέρα μητέρα. Ο πατέρας έχει πάει να κυνηγήσει έτσι;"

Στα χρόνια του ΜεσαίωναΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα