κεφάλαιο 9ο

288 37 20
                                    

Ο πατέρας Ρίτσαρντ ήταν χαρούμενος που είχε φτάσει στο Άσριλντ. Ο Έντουαρντ είχε σωθεί και τον είχε συνοδεύσει ως εκεί. Ο παπάς, του είχε πει ότι θα έβρισκαν την κόρη και την ανιψιά του και ευχόταν και εκείνος να βρει τον Γκάμπριελ.

Ήταν και οι τρεις τους νέοι, σίγουρα κάποιος θα τους είχε πάρει στην δούλεψη του.

Είχαν φτάσει μόλις δύο ημέρες πριν.

Όταν ξημέρωσε η τρίτη μέρα εκείνος πήγε στο φρούριο της Ιεράς Εξέτασης. Του έφερνε ανατριχίλα αυτό το μέρος, αλλά εκεί θα έβρισκε έναν παλιό φίλο του που αν και ήταν και εκείνος ιερέας και μέλος της, στην πραγματικότητα δεν ασπαζόταν τις ιδέες της. Προσποιούταν ότι συμφωνούσε για να μπορεί να προσφέρει την βοήθεια του. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε φυγαδεύσει ανθρώπους που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο για ανούσιους λόγους.

Οι δυο τους είχαν γνωριστεί σε ένα προσκύνημα και είχαν νιώσει εκτίμηση ο ένας για τον άλλον. Πλέον τους συνέδεε μια φιλία αρκετών χρόνων. Ο πατέρας Ρίτσαρντ τον επισκεπτόταν στο Άσλιρντ που και που, αλλά κανείς άλλος δεν τον γνώριζε. Ούτε καν ο Γκάμπριελ είχε συναντήσει τον καλό φίλο του ανθρώπου που τον μεγάλωσε, αν και είχε ακούσει πολλά για αυτόν.

Όταν έφτασε στο φρούριο ρώτησε που θα μπορούσε να βρει τον πατέρα Κέβιν και τον οδήγησαν στο γραφείο του.

Με το που οι δύο άνδρες είδαν ο ένας τον άλλον χαιρετήθηκαν θερμά.

"Πόσος καιρός έχει περάσει;" τον ρώτησε ο πατέρας Κέβιν.

"Τρία χρόνια" απάντησε ο άλλος.

"Έλα, κάτσε. Τι νέα από το χωριό σου;"

"Το χωριό μου δεν υπάρχει πια. Ο άρχοντας του τόπου σου ήρθε και κατέκτησε τον δικό μας. Το χωριό μου λεηλατήθηκε και κάηκε ολοσχερώς" είπε ο πατέρας Ρίτσαρντ με λύπη.

"Είναι τραγωδία"

"Μόνο εγώ και ένας συγχωριανός μου σωθήκαμε. Το παλικάρι που ήταν σαν γιος μου τον πήραν σκλάβο λογικά. Δεν τον είδα ανάμεσα στους νεκρούς του χωριού. Ο συγχωριανός μου ελπίζει να μπορέσει να βρει την κόρη του και την ανιψιά του που ούτε εκείνες υπήρχαν ανάμεσα τους αδικοχαμένους" είπε και η φωνή του ράγισε.

"Το εύχομαι ολόψυχα φίλε μου να τους βρείτε"

"Αμήν! Πώς πάνε εδώ τα πράγματα;"

"Τι να σου πω; Εχθές έφεραν μια νέα κοπέλα και την κλείδωσαν στα μπουντρούμια με την κατηγορία ότι είναι μάγισσα επειδή έχει κόκκινα μαλλιά. Δεν είναι η πρώτη φορά" είπε αγανακτισμένος.

"Θα μπορούσα να την δω;" ρώτησε ο πατέρας Ρίτσαρντ έχοντας ένα προαίσθημα.

"Ναι, φυσικά" είπε ο άλλος ιερέας και τον οδήγησε στα κελιά του φρουρίου.

Όταν έφτασαν ο πατέρας Κέβιν έδειξε στον φίλο του σε ποιο κελί είχαν την κοπέλα και εκείνος πλησίασε να την δει.

Το κορίτσι είχε σκυμμένο το κεφάλι και έκλαιγε, αλλά σαν αισθάνθηκε την παρουσία του το σήκωσε.

Αμέσως σηκώθηκε όρθια μην μπορώντας να πιστέψει ότι ήταν αληθινός ο άνθρωπος που έβλεπε.

Αλλά και ο πατέρας Ρίτσαρντ είχε μείνει έκπληκτος.

"Πάτερ μου" είπε η κοπέλα.

"Θεέ μου, Έμμα. Σε βρήκα!" 

Στα χρόνια του ΜεσαίωναΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα