κεφάλαιο 5ο

361 42 20
                                    

Όταν τελικά άκουσε ησυχία δισταχτικά κατέβασε τον μοχλό και η πόρτα της κρυψώνας του άνοιξε. Βγήκε κάνοντας δειλά βήματα και προσπάθησε να ακούσει κάποια ομιλία ή βήματα.

Τίποτα, επικρατούσε μια νεκρική σιγή.

Βγήκε εντελώς και κατέβασε ξανά τον μοχλό. Η πόρτα έκλεισε.

Τοποθέτησε όπως έκανε πάντα ένα τραπέζι από πάνω, έτσι να μην φαίνεται και με γοργά βήματα βγήκε από την εκκλησία και αυτό που αντίκρισε τον έκανε να δακρύσει. Σπάνια έκλαιγε, πάντα αντιμετώπιζε ότι του έφερνε η ζωή με αισιοδοξία και πίστη, αλλά μπροστά σε αυτό το θέαμα έσπασε.

Το χωριό ήταν κατεστραμμένο, τα σπίτια ήταν καμμένα, υπήρχαν νεκροί στον δρόμο και όλα πρόδιδαν ότι το χωριό είχε λεηλατηθεί.

Έπεσε στα γόνατα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Έστρεψε τα μάτια του προς τον ουρανό.

"Πώς άφησες να συμβεί αυτό Κύριε;" είπε και αφού έμεινε εκεί πεσμένος στα γόνατα για λίγη ώρα, σκούπισε τα δάκρυα του και σηκώθηκε.

Έτρεξε να ελέγξει όσους ήταν πεσμένοι, μήπως κάποιος ήταν ζωντανός, αλλά γρήγορα διαπίστωσε πως όλοι τους είχαν παραδώσει τις ψυχές τους με βίαιο τρόπο.

Κοίταξε γύρω του και ένιωσε να τον πνίγουν οι τύψεις. Είχε φανεί δειλός, είχε σώσει μόνο τον εαυτό του, ούτε το αγόρι που μεγάλωσε δεν σκέφτηκε να βοηθήσει. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η δική του ζωή.

Πόσο ντρεπόταν!

Θα μπορούσε να σώσει και άλλους συγχωριανούς του, και άλλους συνανθρώπους του, πάντα στα κηρύγματα του έλεγε ότι έπρεπε να γινόμαστε θυσία για τον διπλανό μας, αλλά εκείνος είχε γυρίσει την πλάτη σε όλους αυτούς τους αθώους που τον θαύμαζαν και είχαν να πουν πάντοτε έναν καλό λόγο για το πρόσωπο του.

Δεν είχε φανεί αντάξιος του λειτουργήματος του. Ένας ιερέας πάντα πρέπει να είναι έτοιμος να κάνει το καλό για τους γύρω του, αλλά εκείνος προστάτεψε μόνο τον εαυτό του και τώρα οι δρόμοι του χωριού του είχαν γεμίσει με πτώματα νεκρών ανθρώπων που αγαπούσε.

Του ήρθε αναγούλα και έκανε να γυρίσει στην εκκλησία, όμως τότε άκουσε την φωνή κάποιου

"Πατέρα Ρίτσαρντ"

Γύρισε να δει τον άνθρωπο που τον φώναζε και συνειδητοποίησε ότι ήταν ο Έντουαρντ ο θείος της Λίριο, ο πατέρας της Έμμα.

"Θεέ μου, ζεις" είπε ο ιερέας και έκανε τον σταυρό του.

"Μετά βίας" είπε αδύναμα και βόγκηξε.

Ένα βέλος είχε τρυπήσει τον θώρακα του, όταν έγινε αυτό ήταν μπροστά η Λίριο, αλλά τελικά δεν είχε πεθάνει.

"Μπορώ να σε βοηθήσω. Έχε πίστη Έντουαρντ" είπε ο πατέρας Ρίτσαρντ.

Τον πήγε στην εκκλησία και έφερε κάποια βότανα. Ήξερε από ιατρική. Είχε ενδιαφερθεί να μάθει γιατί ήθελε να βοηθά όποιον είχε ανάγκη.

Του έβγαλε προσεχτικά το βέλος και καθάρισε την πληγή του, μετά άπλωσε το πολτό που είχε κάνει με τα βότανα και την έδεσε.

"Θα νιώσεις καλύτερα. Ξεκουράσου φίλε μου" του είπε. "Όλα θα πάνε καλά"

"Όταν θα βρω τις δυνάμεις μου, θα τους κηδέψουμε όπως τους αξίζει" είπε ο Έντουαρντ και αμέσως βυθίστηκε σε έναν ταραγμένο ύπνο, ο οποίος όμως εκείνη την στιγμή θα τον ωφελούσε.

"Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω" είπε ο πατέρας Ρίτσαρντ και κοίταξε προς τον Εσταυρωμένο.

Ανάμεσα στους νεκρούς δεν είχε δει τον Γκάμπριελ ή την Λίριο.

"Θεέ μου, ας είναι αυτά τα παιδιά καλά. Προστάτεψε τα και βοήθησε να αναρρώσει γρήγορα ο Έντουαρντ. Συγχώρεσε με που φέρθηκα τόσο εγωιστικά, αλλά φοβήθηκα. Δεν έχω φοβηθεί ποτέ άλλοτε στην ζωή μου έτσι" μονολόγησε την προσευχή του με δάκρυα στα μάτια.

Έπειτα κοίταξε τον Έντουαρντ και χαμογέλασε. 

Ήταν ζωντανός, αυτό είχε σημασία. 

Από εδώ και πέρα θα έκανε τα πάντα για να τον βοηθήσει.

Στα χρόνια του ΜεσαίωναΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα