κεφάλαιο 15ο

225 31 13
                                    

Όταν φτάσαμε στο λιμάνι, είδαμε τον θείο Έντουαρντ και την Έμμα. 

Έτρεξα κοντά τους και τους αγκάλιασα σφιχτά με δάκρυα χαράς.

"Χαίρομαι τόσο πολύ κορίτσι μου που είσαι καλά" μου είπε ο θείος.

"Και εγώ. Όταν είδα να σας χτυπά το βέλος πίστεψα τα χειρότερα"

"Όμως τελικά έζησα χάρη στον πατέρα Ρίτσαρντ" είπε και τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη.

"Δεν έκανα τίποτα. Όμως καλύτερα να πηγαίνουμε" είπε ο ιερέας.

Πλησιάσαμε προς το πλοίο όταν η Νάλα έβγαλε μια κραυγή.

Θα ερχόταν και εκείνη μαζί μας.

Τότε και εμείς είδαμε τι την είχε τρομάξει ή μάλλον ποιος. 

Μπροστά μας ήταν ο στρατηγός Ντέιβιντ.

"Για πού το βάλατε εσείς;" μας ρώτησε ειρωνικά.

"Έχουμε την άδεια του άρχοντα Άντριου. Κάνε στην άκρη" του είπα με αποδασιστικότητα που δεν ήξερα από που την απέκτησα.

Ο Ντέιβιντ έβαλε τα γέλια.

"Ο άρχοντας Άντριου, ε; Και με ποιο δικαίωμα ελευθέρωσε σκλάβους μας; Άλλωστε δεν είναι ακόμη άρχοντας, αλλά διάδοχος και πολύ φοβάμαι ότι μετά από αυτό θα χάσει αυτό το δικαίωμα αφού κινήθηκε πίσω από την πλάτη του πατέρα του" είπε.

Τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν από την σύγχυση. Άθελα μου είχα βλάψει τον άνθρωπο που αγαπούσα. Τον είχα προδώσει. 

"Λοιπόν, γυρίστε στο κάστρο τώρα. Θα σας πάω εγώ, όλους σας" συνέχισε.

"Δεν υπάρχει περίπτωση" είπε ο θείος μου.

"Και ποιος είσαι εσύ, που θα το πεις αυτό χωριάτη;" του είπε απαξιωτικά ο στρατηγός.

"Είμαι ο πατέρας της Έμμα και θείος της Λίριο και θα κάνω τα πάντα για να τις προστατεύσω. Σε θυμάμαι εσένα, ήσουν στην λεηλασία του χωριού μας, σκότωσες πολλούς συγχωριανούς μας"

"Ώστε είσαι ο πατέρας της μάγισσας. Πολύ καλά, θα σε στείλω στην κόλαση" του είπε και του επιτέθηκε.

Με μια απότομη κίνηση ο θείος Έντουαρντ απέφυγε το σπαθί, του έπιασε τον καρπό και τον γύρισε.

Ο Ντέιβιντ έβγαλε ένα βογγητό πόνου και άφησε το σπαθί να του πέσει.

Ο θείος μου δεν έχασε την ευκαιρία και το πήρε.

"Έχω πολεμήσει. Ξέρω να αμύνομαι και όχι να επιτίθεμαι. Φύγε μακριά μας" του είπε.

Ο Ντέιβιντ τον κοίταζε έκπληκτος, αλλά σύντομα βρήκε την αυτοκυριαρχία του.

"Όπου και αν πάτε ο άρχοντας Κλάους θα σας βρει. Είστε καταδικασμένοι, δεν θα γλυτώσετε" μας είπε και έτρεξε μακριά μας.

"Δεν μου είχες πει ότι ήξερες να πολεμάς" είπε η Έμμα στον πατέρα της.

"Έχει περάσει καιρός" είπε εκείνος.

Δεν μίλησε περισσότερο, μάλλον δεν ήθελε να μας πει λεπτομέρειες, αλλά εγώ ήξερα.

Ο πατέρας μου μου είχε διηγηθεί ότι ο αδερφός του από μικρός είχε ένα πάθος με τα όπλα, ήταν ψυχρός και σκληρός κάποιες φορές.

Όταν ξέσπασε πόλεμος σε ένα γειτονικό μέρος πήγε να πολεμήσει ως εθελοντής μόνο και μόνο επειδή ήθελε να ζήσει την περιπέτεια της μάχης, να εκτονώσει την ενέργεια και το πάθος του. 

Μετά από ενάμισι χρόνο επέστρεψε, ήταν τόσο καταρρακωμένος, είχε δει τόσο πόνο, τόσο θάνατο που πραγματικά δεν ήξερε τι σκεφτόταν όταν πήγε να πολεμήσει. Το μόνο που επιθυμούσε πια ήταν να κάνει οικογένεια και να έχει μια ήρεμη ζωή δίπλα σε ανθρώπους που αγαπά. 

Δεν μίλησε ξανά για όσα συνέβησαν κατά την διάρκεια που υπηρέτησε ως στρατιώτης. Προφανώς όσα είχε δει τον είχαν σημαδέψει και ήθελε να τα ξεχάσει.

****

Μπήκαμε στο πλοίο και όταν σάλπαρε, εγώ έμεινα να κοιτάζω πίσω το Άσλιρντ και να σκέφτομαι το πρόσωπο εκείνου που άφηνα εκεί. Αναρωτιόμουν αν θα τον έβλεπα ξανά και τι τύχη θα είχε αν αποκαλυπτόταν ότι εκείνος μας βοήθησε να φύγουμε. 

Έπειτα θυμήθηκα τα λόγια του στρατηγού, ο Κλάους ίσως έστελνε στρατιώτες στο κατόπι μας, ίσως μας έβρισκαν και μας σκότωναν. Ίσως να μην είχαμε ελπίδα τελικά.

Μα τι σκεφτόμουν; 

Πάντα υπάρχει ελπίδα. Πάντα!!

Σήκωσα τα μάτια μου προς τον ουρανό.

"Ας πάνε όλα καλά" είπα από μέσα μου.

Έπειτα έριξα μια ματιά στον ορίζοντα. Το Άσλιρντ αχνοφαινόταν.

Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου.

"Θα συναντηθούμε ξανά καλέ μου" ψιθύρισα και ευχήθηκα ο άνεμος να πάει τα λόγια μου στα αυτιά του Άντριου, ώστε να ξέρει ότι θα συνέχιζα να τον αγαπώ και να ελπίζω ότι δεν είχαν χαθεί όλα για εμάς τους δύο.


Στα χρόνια του ΜεσαίωναWhere stories live. Discover now