27.

3K 184 41
                                    

Έχουν περάσει μερικές μέρες που είμαι άρρωστη. Το σώμα μου ακόμα πονάει, αλλά με το πέρασμα των ημερών αρχίζω να νιώθω καλύτερα. Ο πόνος μειώνεται και η ανάγκη μου να βγω έξω, όλο και αυξάνεται. Με τον Lorenzo λέμε μόνο τα τυπικά, έρχεται και με βλέπει συχνά. Πολλές φορές τον έχω πιάσει να έρχεται και αργά το βράδυ, νομίζοντας πως κοιμάμαι. Είναι μεσάνυχτα και η ανάγκη μου να ακουμπήσω ένα από τα πολυπόθητα τσιγάρα μου στα χείλη είναι μεγάλη. Ο Antonio είπε ότι καλό θα ήταν να μην καπνίζω, όμως το έχω τόσο ανάγκη.

Κατέβηκα κάτω με γοργά βήματα την μεγάλη σκάλα, παντού υπήρχε σκοτάδι. Πλησίασα την βιβλιοθήκη, για να βρω το πακέτο με τα τσιγάρα μου, μιας που ο Lorenzo μου τα είχε πάρει. Στην προσπάθεια μου να τα βρω ξαφνικά τα φώτα άναψαν. Δεν θα μπορούσε να ήταν άλλος από τον Lorenzo!

" Αυτά ψάχνεις D'Angelo; " Mε ρώτησε, καθώς κουνούσε το χέρι του με το πακέτο από τα τσιγάρα επιδεικτικά προς το μέρος μου.

" Δώσε μου ένα, το χρειάζομαι. " Του είπα παρακαλώντας τον ενώ μίκρυνα την απόσταση που μας χώριζε.

" Ένα μόνο! Απάντησε και μόλις πλησίασα το χέρι μου, για να το πάρω το τράβηξε πίσω. " Τον κοίταξα με ένα απογοητευμένο ύφος σχηματισμένο στο πρόσωπο μου.

" Τέλος πάντων, πάρε το και έλα έξω, πρέπει να μιλήσουμε. " Ο τόνος του ήταν σοβαρός και αρκετά επιβλητικός.

Βγήκα έξω, έκατσα στην καρέκλα απέναντι του και ανάψαμε και οι δυο ένα από τα αγαπημένα μας τσιγάρα. Ρούφηξα μια τζούρα και μετά από μερικά δεύτερα λυτρωτικής απόλαυσης φύσηξα τον καπνό προς τα έξω σχηματίζοντας κύκλους.

Κανείς δεν μιλούσε, απολαμβάναμε το τσιγάρο μας κοιτώντας τα αστέρια που έλαμπαν στο φως του φεγγαριού. Κάποια στιγμή όμως  ο Lorenzo έσπασε την σιωπή του.

" Σήκω, φεύγουμε. Πάρε μια ζακέτα και ελα κάτω θα σε περιμένω. " Απάντησε και δεν μου άφησε κανένα περιθώριο αποφυγής. Σηκώθηκε αμέσως από την καρέκλα σβήνοντας το τσιγάρο στο τασάκι, πήρε τα κλειδιά του αμαξιού και βγήκε έξω.

Μετά από λίγο βγήκα από το σπίτι και κατευθύνθηκα προς το αμάξι. Μπήκα μέσα, θαρρώντας πως θα μου ελεγε το που πάμε. Αντιθέτως εκείνος, δεν είπε τίποτα, οπότε αποφάσισα να ρωτήσω εγώ.

" Που πηγαίνουμε; " Ρώτησα κοιτώντας τον.  Εκείνος γύρισε το κεφάλι του και αφού με κοίταξε, έστρεψε πάλι το βλέμμα του προς τον δρόμο.

" Θα δεις όταν φτάσουμε. " Απάντησε σχεδόν αδιάφορα, συνεχίζοντας την πορεία του. 

Κοιτούσα από το παράθυρο, μέχρι που κατάλαβα ότι βγήκαμε λίγο πιο έξω από την πόλη. Εκείνη την στιγμή ανασηκώθηκα από το κάθισμα, μέχρι που άκουσα ένα μικρό γελακι.

Hard to loveΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα