Αυτός είναι λοιπόν;

140 16 2
                                    


Το ίδιο βράδυ, ο Στράτος με αφήνει έξω από το πατρικό μου. Σβήνει το αμάξι και γυρίζει στο πλευρό του για να με κοιτάξει.
«Πάντως η πρόταση μου για το ξενοδοχείο, ισχύει ακόμα»
Με ενημερώνει, ανασηκώνοντας ελαφρώς το φρύδι του. Η διάθεση του είναι μεταδοτική.
«Πίστεψε με, το θέλω πολύ, αλλά έχω πρωινό ξύπνημα. Κι αν είμαστε μαζί.... σίγουρα δεν θα με αφήσεις να κοιμηθώ»
Το πονηρό του χαμόγελο, εμφανίζεται σε δευτερόλεπτα.
«Κι αν σου υποσχεθώ ότι θα είμαι φρόνιμος;»
Σκύβω κοντά στο πρόσωπο του.
«Δεν σε πιστεύω»
Λέω σχεδόν άηχα. Αφήνει ένα γελάκι.
«Εντάξει λοιπόν, δεν επιμένω. Εξάλλου.... εσύ θα χάσεις»
«Αύριο»
Του υπενθυμίζω. Απλώνει το χέρι και διώχνει αφηρημένα μερικές τούφες από το πρόσωπο μου.
«Τι ώρα θα τελειώσεις αύριο από τις δουλειές σου;»
Με ρωτάει, ενώ το χέρι του κατεβαίνει στο μπουφάν μου. Τον κοιτάζω.
«Υπολογίζω κοντά στο απόγευμα. Γιατί;»
Ανασηκώνει τους ώμους του.
«Έτσι απλά ρωτάω»
Απαντάει λιτά, με το βλέμμα του καρφωμένο στο δικό μου, και με το χέρι του να πειράζει το φερμουάρ μου.
«Θα ήθελα πολύ να το αναλύσω, αλλά πρέπει να μπω μέσα»
Λέω και μετά αφήνω ένα πεταχτό φιλί στα χείλη του.
«Αύριο!»
Τονίζω ξανά πριν βγω από το αυτοκίνητο. Εκείνος μένει ακίνητος, να με κοιτάζει σαν μαγεμένος. Η καρδιά μου φτερουγίζει καθώς ανεβαίνω γρήγορα τα σκαλιά του σπιτιού. Πριν προλάβω να βάλω το κλειδί στην κλειδαριά, η πόρτα ανοίγει, και η μάνα μου εμφανίζεται στην είσοδο. Την ατενίζω μαρμαρωμένη.
«Επιτέλους, βρήκες τον δρόμο για το σπίτι»
Με ειρωνεύεται. Πιθανότατα είδε το αμάξι του Στράτου. Άρα κατάλαβε.
«Πάμε μέσα καλύτερα»
Την παροτρύνω, και ευτυχώς με υπακούει. Μόλις φτάνουμε στο σαλόνι, ξεκινάω.
«Αρχικά πες μου τι είδες»
«Ένα ξένο αμάξι να αφήνει την κόρη μου έξω από το σπίτι μου»
Απαντάει λιτά, ενώ κάθεται στην αγαπημένη της πολυθρόνα. Αφήνω το μπουφάν μου στο μπράτσο του καναπέ.
«Αυτός είναι λοιπόν;»
Με ρωτάει ευθέως. Το σκέφτομαι για λίγο, αλλά τελικά συνειδητοποιώ ότι δεν έχει νόημα να σκαρφιστώ κάποιο άλλο ψέμα. Παίρνω μια ανάσα, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος μου.
«Ναι»
Απαντάω λιτά. Αυτόματα τα μάτια της κλείνουν, και το κεφάλι της χαμηλώνει από απογοήτευση. Ομολογώ ότι αυτή η στάση της με αγχώνει. Η μάνα μου είναι γενικά ένας απελευθερωμένος άνθρωπος. Δεν περίμενα ότι θα πάρει καλά τον χωρισμό μου με τον Μιχάλη, αλλά δεν περίμενα να την κάνει κιόλας να διατηρεί μια τέτοια στάση απέναντι μου.
«Μαμά, μην ξεκινήσεις το κήρυγμα, σε παρακαλώ»
«Και τι θες να σου πω; συγχαρητήρια που τα έμπλεξες με έναν αγρότη; γιατί αν κρίνω από το αυτοκίνητο του, για αγρότη πρόκειται»
Ακουμπάω το χέρι στο μέτωπο μου, κλείνοντας παράλληλα τα βλέφαρά μου. Εντάξει, τελικά το πήρε κάπως άσχημα.
«Που τον γνώρισες; επάνω; στα κατσάβραχα;»
«Αυτό είναι το θέμα;»
Αναρωτιέμαι, φανερά αγανακτισμένη. Την ακούω να ρουθουνίζει ειρωνικά.
«Το ήξερα. Από την αρχή δεν είχα καλό προαίσθημα γι' αυτό το ταξίδι»
«Δεν το επιδίωξα, απλά έγινε»
Της εξηγώ, όσο πιο ήρεμα μπορώ. Γιατί ήδη νιώθω και τον δικό μου θυμό να φουντώνει.
«Διέλυσες τον αρραβώνα σου, μόνο και μόνο για να είσαι με έναν χωριάτη. Έχεις πάντως βλέψεις για το μέλλον σου»
Αμέσως κατεβάζω το χέρι μου, και την κοιτάζω κατά πρόσωπο.
«Και ποιο είναι το μέλλον μου; ο Μιχάλης;»
«Ναι, ακριβώς! Ο Μιχάλης είναι το μέλλον σου. Ποιος νομίζεις δηλαδή ότι είναι; ο βλάχος από τα βουνά;»
Αντιγυρίζει επιθετικά, κουνώντας με φανερή απελπισία τα χέρια της, αλλά και θυμό.
«Σταμάτα να τον προσβάλεις. Ούτε που τον ξέρεις καλά καλά»
Και σίγουρα αν τον γνώριζε θα αναθεωρούσε για πολλά.
«Και ούτε σκοπεύω να τον μάθω!»
Μου το ξεκαθαρίζει, καρφώνοντας με έντονα με το βλέμμα της. Μένω μαρμαρωμένη στην θέση μου, να την κοιτάζω σαν χαμένη. Σίγουρα αυτή δεν είναι η πιο φυσιολογική αντίδραση της μάνας μου. Για την ακρίβεια, δεν την έχω ξαναδεί έτσι.
«Ζήσε ότι θέλεις να ζήσεις μαζί του, αλλά τελείωσε το γρήγορα. Ο Μιχάλης δεν θα σε περιμένει για πάντα»
Τι; Και ξαφνικά όλος μου ο κόσμος σταματά, αλλάζοντας απότομα τροχιά, έτοιμος να συγκρουστεί.
«Δηλαδή τι; μου λες να κάνω την ξεπέτα μου μαζί του, και μετά να επιστρέψω στον Μιχάλη; αυτό μου λες;»
Η φωνή μου ανεβαίνει αρκετές οκτάβες.
«Νομίζω πως ήμουνα σαφής»
Λέει απλά σαν απάντηση, προκαλώντας μου ένα ακόμα πιο δυνατό κύμα θυμού. Δεν το πιστεύω ότι η ίδια μου η μάνα θα μου μιλούσε έτσι. Είναι... είναι χυδαίο! με προσβάλουν τα λόγια της.
«Τελείωσε το όσο πιο σύντομα γίνεται»
Μου ζητάει ξανά, με πιο ψυχρό τόνο τώρα, σχεδόν επαγγελματικό. Την κοιτάζω.
«Δεν θα το τελειώσω, και δεν πρόκειται να ξανά γυρίσω στον Μιχάλη»
Της ξεκαθαρίζω, με τελεσίδικη φωνή. Ισιώνει την πλάτη της, δείχνοντας να έχει ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της.
«Ωραία, τότε κι εγώ δεν μπορώ να σε φιλοξενώ άλλο στο σπίτι μου»
Η δήλωση της πέφτει σαν οδοστρωτήρας πάνω μου.
«Με διώχνεις;»
«Δεν θα ανεχτώ τα ξεφτιλίκια σου. Αν θέλεις να τριγυρνάς με τον βλάχο, ο δρόμος είναι ανοιχτός, εγώ όμως δεν πρόκειται να το δεχτώ αυτό. Λοιπόν, διαλέγεις και παίρνεις»
Το θέτει τόσο ψύχραιμα. Εδώ μιλάει για την κόρη της, και όχι για μια επαγγελματική συμφωνία. Με φτάνει στα όρια μου, κι αυτό δεν είναι καλό. Αρπάζω το μπουφάν μου από τον καναπέ.
«Είναι σαφής η απάντηση μου, μητέρα»
Αυτά είναι τα τελευταία μου λόγια, πριν φύγω από το σπίτι. Ελπίζω ο Στράτος να μην είναι πολύ μακριά. Αυτό ήθελε λοιπόν η μάνα μου, αυτό και πήρε.

Η πτώσηWhere stories live. Discover now