Η στιγμή της συνειδητοποίησης

148 20 0
                                    

«Αισθάνομαι τυχερός που σε γνώρισα, Ισμήνη»
Το επόμενο πρωί, βρίσκομαι στο χωριό, αποχαιρετώντας το συμβούλιο της κοινότητας. Ο πρόεδρος ιδιαίτερα δείχνει πολύ χαρούμενος. Το αποτέλεσμα τον ικανοποίησε, και με το παραπάνω τολμώ να πω. Ανταλλάζουμε μια τυπική χειραψία μεταξύ μας.
«Κι εγώ το ίδιο, Παύλο»
«Ελπίζω να ξανάρθεις από τα μέρη μας»
Λέει, με το χαμόγελο να ανεβαίνει στα αυτιά του.
«Φυσικά...»
Απαντάω με ένα τυπικό νεύμα.
«Άλλωστε η συνεργασία μας δεν τελείωσε ακόμη»
Συμπληρώνω. Εκείνος χαμογελάει.
«Αυτό είναι σίγουρο»
Αποκρίνεται. Ξαφνικά, ακούω τον βομβό ενός αμαξιού. Αμέσως γυρίζω το κεφάλι μου στο πλάι, για να δω ένα μαύρο αγροτικό να σταματάει δίπλα μας. Οι χτύποι της καρδιάς μου ανεβαίνουν κατακόρυφα, χωρίς ούτε καν να το καταλάβω.
«Μάθαμε ότι φεύγετε»
Βλέπω τον κύριο Γιάννη να κατεβαίνει από το αμάξι. Είναι κι αυτός μέσα, στην θέση του οδηγού.
«Ναι. Η δουλειά μου προς το παρόν τελείωσε»
Απαντάω στον κύριο Γιάννη, πριν ξανα κοιτάξω στο αυτοκίνητό. Το κεφάλι του είναι χαμηλωμένο, ούτε που μας παρακολουθεί! Με παραξενεύει η συμπεριφορά του.
«Να μας ξανάρθετε. Είναι τιμή να μας επισκέπτεται ένα πρόσωπο σαν εσάς»
Λέει, ενώ ανταλλάσουμε μια τυπική χειραψία. Ο κύριος Γιάννης μοιάζει τόσο καλός, ευγενικός άνθρωπος. Σίγουρα ο Στράτος δεν έχει πάρει από αυτόν την τρέλα του. Σηκώνω ξανά τα μάτια σε εκείνον. Μα γιατί δεν κατεβαίνει;
«Εννοείται ότι θα ξανάρθω, κύριε Γιάννη»
Απαντάω, με ένα ευγενικό χαμόγελο στο πρόσωπο μου.
«Καλό ταξίδι να χετε»
Εύχεται και έπειτα επιστρέφει στο αγροτικό. Κοιτάζω έντονα τον Στράτο, εκείνος όμως δεν μου ανταποδίδει το βλέμμα. Τι έγινε τώρα; τι έπαθε; Αφού αποχαιρετήσω και τους υπόλοιπους, φεύγω με το αυτοκίνητο μου για την Κοζάνη.

Βγαίνω τρεχάτη από το μπάνιο, μόλις ακούω το τηλέφωνο μου. Το αρπάζω από το κομοδίνο, και χωρίς να κοιτάξω την οθόνη, απαντάω στην κλήση.
«Παρακαλώ;»
«Έλα μωρό μου! Ούτε ένα τηλέφωνο δεν με πήρες από εχθές, ανησύχησα. Όλα καλά;»
Αφήνω μια διακριτική ανάσα. Και μετά από τόσες ώρες, τώρα θυμήθηκε να με καλέσει; Γιατί δεν εκπλήσσομαι από την στάση του;
«Όλα καλά Μιχάλη. Εσύ;»
«Όπως τα ξέρεις. Τρεχάματα με υποθέσεις και πελάτες»
«Ωραία»
Απαντάω, έχοντας επίγνωση ότι ακούστηκα αρκετά αδιάφορη για το θέμα.
«Πότε επιστρέφεις;»
Με ρωτάει μετά από μερικά δευτερόλεπτα παύσης.
«Μεθαύριο»
Θέλω έξτρα μια μέρα για να είμαι μαζί του. Η σημερινή του στάση με προβλημάτισε.
«Αφού τελείωσες με το δημοψήφισμα, το αποτέλεσμα βγήκε, γιατί δεν έρχεσαι από αύριο;»
Γαμώτο, πότε πρόλαβε η μάνα μου και του τα είπε όλα;
«Ο πρόεδρος θέλησε να μου κάνει το τραπέζι για να με ευχαριστήσει. Δεν μπορούσα να το αρνηθώ»
Η δικαιολογία βγαίνει με τόση άνεση από τα χείλη μου. Δεν επικροτώ τον εαυτό μου για το ψέμα μου, μα δεν μπορώ να επιλέξω και την αλήθεια. Το δεύτερο θα ήταν η χειρότερη λύση.
«Μάλιστα, κατάλαβα. Καλά, τότε θα σε περιμένω να γυρίσεις»
«Ωραία»
Απαντάω ξερά, χωρίς κανένα συναίσθημα να χρωματίζει την φωνή μου. Δεν θέλω να τον αντιμετωπίζω έτσι, τις τελευταίες μέρες όμως έχω συνειδητοποιήσει πολλά πράγματα για την σχέση μας.
«Καληνύχτα»
Μου εύχεται, έπειτα από πολλά λεπτά παύσης.
«Και σε σένα»
Αντιγυρίζω, και μετά τερματίζω την κλήση μας. Την ίδια στιγμή, ακούγεται ένα χτύπημα από την πόρτα. Η καρδιά μου σκιρτάει. Αφήνω το κινητό μου εκεί που το είχα, και μετά τρέχω για να ανοίξω. Πριν προλάβω να πάρω ανάσα, εκείνος έχει μπει ήδη μέσα, ορμώντας στα χείλη μου. Αναρωτιέμαι: κάθε φορά που θα συναντιόμαστε αυτό θα γίνεται; θα με αρπάζει και θα με φιλάει; γιατί φοβάμαι ότι μπορώ να το συνηθίσω.
«Σου έλειψα;»
Με ρωτάει χαμηλόφωνα, την στιγμή που απομακρύνει τα χείλη του από τα δικά μου. Τον κοιτάζω, νιώθοντας ακόμα ζαλισμένη από το φιλί του.
«Μπορώ να σου απαντήσω σε λίγο;»
Αντιγυρίζω, πειράζοντας τον. Χαμογελάει.
«Πάρε τον χρόνο σου»
Αποκρίνεται το ίδιο πειραχτικά, οδηγώντας με σιγά σιγά στο κρεβάτι. Με ρίχνει στο στρώμα και μετά έρχεται από πάνω μου, ακουμπώντας τις παλάμες του δεξιά και αριστερά από το κεφάλι μου.
«Ομολογώ πως η σημερινή σκηνή στο χωριό ήταν πολύ συγκινητική»
Λέει, παίρνοντας μία δήθεν σκεπτική έκφραση. Χαμογελάω, ενώ τα χέρια μου διατρέχουν τους ώμους του, πάνω από το μπουφάν του.
«Σας άρεσε η παράσταση λοιπόν;»
Τον ρωτάω, ανασηκώνοντας λιγάκι το πιγούνι μου. Η έκφραση του προδίδει κάτι το σκανταλιάρικο. Μάλλον κατάλαβε το παιχνίδι μου.
«Ήσασταν καταπληκτική, κυρία βουλευτού»
Η φωνή του ακούστηκε κάπως ερωτική, η τουλάχιστον έτσι ακούστηκε στα δικά μου αυτιά. Τυλίγω τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του, φέρνοντας τα χείλη μας σε κοντινή απόσταση.
«Δεν ξέρεις πόσο βασανιστικό ήταν το σημερινό....»
Ψιθυρίζει, ενώ το χέρι του γλιστρά στον κόμπο της πετσέτας, που βρίσκεται τυλιγμένη γύρω από το σώμα μου.
«Να σε βλέπω και να μη μπορώ να σε πλησιάσω»
Συνεχίζει, ενώ λύνει την πετσέτα. Τα μάτια μας ξανά συναντώνται, προκαλώντας μια ευχάριστη αναστάτωση μέσα μου.
«Γιατί δεν μπορούσες να με πλησιάσεις;»
Τον ρωτάω, αντιγράφοντας τον τόνο του.
«Γιατί φοβόμουν ότι θα κάνω καμιά τρέλα. Δε ξέρω. Μπορεί να σε έπαιρνα εκείνη την στιγμή και να έφευγα»
Οι κόρες των ματιών του έχουν χωθεί πλέον μέσα στις κόγχες τους, και τα χείλη του είναι μισάνοιχτα. Δεν μπορώ να αρνηθώ το γεγονός ότι με επηρεάζει αυτή η εικόνα. Οι παλάμες μου αγκαλιάζουν το πρόσωπο του.
«Θα επιχειρούσες να με κλέψεις;»
Συνεχίζω το πείραγμα, προσπαθώντας να δείχνω ανεπηρέαστη από την εξομολόγηση του. Το ύφος του παραμένει σοβαρό, ενώ το χέρι του σπρώχνει μια τούφα από το πρόσωπο μου.
«Αν μπορούσα να εξαφανιστώ μαζί σου, να ξέρεις ότι θα το είχα κάνει ήδη»
Υποστηρίζει, με την έκφραση του να αλλάζει, να γίνεται τρυφερή. Δεν μπορώ να εμποδίσω το χαμόγελο να ανέβει στο πρόσωπο μου. Αμέσως ορμάω στα χείλη του, προσπαθώντας να του κρύψω την χαρά μου. Φοβάμαι ότι αυτή η χαρά θα με προδώσει, και δεν το θέλω. Όχι ακόμα τουλάχιστον. Σπρώχνω το μπουφάν από τους ώμους του, κι εκείνος το πετάει στο πάτωμα. Έπειτα ακολουθεί η μπλούζα του. Μόλις την βγάζει, ανασηκώνεται λίγο, ίσα ίσα για να με κοιτάξει ολόκληρη. Ξέρω ότι τώρα φαίνομαι αναψοκοκκινισμένη, το νιώθω άλλωστε. Το χέρι του τραβάει την πετσέτα μου, αποκαλύπτοντας το σώμα μου. Δεν ντρέπομαι. Τον κοιτάζω με θάρρος μέσα στα μάτια, αδιαφορώντας για την γύμνια μου. Παρατηρώ το μήλο του Αδάμ να ανεβοκατεβαίνει στον λαιμό του, πριν μιλήσει.
«Είσαι τόσο όμορφη....»
Ψιθυρίζει με βαθιά φωνή. Ακουμπάω τα χέρια μου στα μάγουλα του, την στιγμή που σκύβει για να φιλήσει στα πεταχτά τα χείλη μου. Έπειτα κατεβαίνει στον λαιμό μου, στο στέρνο μου, στο στήθος μου. Και τελικά αρχίζω να συνειδητοποιώ κάτι μέσα από όλη αυτή την ιστορία. Ως τώρα δεν τόλμησα να κάνω κάτι εκτός σχεδίου, και ο Στράτος ήταν πράγματι εκτός κάθε σχεδίου που είχα δημιουργήσει. Ήρθε απρόοπτα στην ζωή μου, κι εγώ τον αποδέχτηκα, πράγμα απίθανο βέβαια. Δεν ξέρω τι έχει αλλάξει με μένα, πάντως αισθάνομαι ελεύθερη, και μόλις ξεκαθαρίσω την κατάσταση μαζί με τον Μιχάλη, θα νιώσω ακόμα πιο καλύτερα.

Η πτώσηTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon