Άνθρωποι που λατρεύουμε

123 17 0
                                    

Αφήνω ένα ψεύτικο γελάκι, έτσι, για ξεκάρφωμα.
«Πως σου ήρθε τώρα αυτό;»
«Σας είδα να μιλάτε, την ώρα του δημοψηφίσματος»
Ομολογώ ότι αισθάνομαι ανακούφιση μόλις ακούω την απάντηση του. Ανασηκώνω αθώα τους ώμους.
«Ωραία, και που είναι το κακό; Υπάρχει κάποιος άγραφος νόμος που μας απαγορεύει να της μιλάμε;»
«Τι της έλεγες; για εμένα; για το χωριό; για τι;»
Οι ερωτήσεις του πέφτουν βροχή. Κουνάω το κεφάλι μου.
«Οπα Απέργη! Ένα ένα, γιατί δεν σε προλαβαίνω»
«Αν της μιλάς εναντίον μου.... θα σε πάρει και θα σε σηκώσει!»
Να τες και οι απειλές λοιπόν. Και δεν του το χα του Απέργη.
«Παίζω την καρέκλα μου κορόνα γράμματα με το ζήτημα της μετεγκατάστασης. Έχουμε μπει στην τελική ευθεία, μην προσπαθήσεις να μου το χαλάσεις»
«Αφού λες ότι τα έχεις καταφέρει, πως θα μπορέσω εγώ λοιπόν, ένα χωριατόπαιδο, να αλλάξω την γνώμη σε μια βουλευτίνα;»
Το έχω επιχειρήσει ήδη, και για μια στιγμή την κατάφερα, όμως μετά γύρισε ξανά το νόμισμα, προς δικό του όφελος φυσικά.
«Στράτο, άσε τα μισόλογα»
Απαιτεί, με την έκφραση του να έχει σκληρύνει. Γλύφω τα χείλη μου.
«Αν και δεν χρειάζεται να σου απαντήσω....»
Κάνω παύση, σκεπτόμενος τα επόμενα λόγια μου. Πόσο θα ήθελα να τον τσουρουφλίσω λιγάκι ακόμα, μα δεν θα ήταν καθόλου σωστό. Δεν μιλάμε πια μόνο γι' αυτόν, αλλά και για την Ισμήνη. Δεν θέλω να της προκαλέσω προβλήματα, με κανέναν πιθανό τρόπο.
«Δεν της έχω πει τίποτα το αρνητικό για εσένα, η για το σχέδιο σου»
Τον διαβεβαιώνω. Ένα στραβό χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπο του.
«Σ' ευχαριστώ για την ειλικρίνεια σου»
Κοίτα τραγική ειρωνεία. Φτάσαμε στο σημείο ο Απέργης να μου λέει ευχαριστώ. Άθελά μου, ρουθουνίζω.
«Μπορώ να φύγω τώρα; τελείωσε η ανάκριση;»
Ισιώνει την πλάτη του, κοιτάζοντας χαμηλά.
«Ναι, φυσικά»
Απαντάει τελικά. Σηκώνομαι ευδιάθετος από την θέση μου, ώστε να επιστρέψω στην δουλειά μου. Μόλις μπαίνω μέσα στο μαγαζί, η μάνα μου ξεκινάει την ανάκριση.
«Τι έγινε; τι σε ρωτούσε ο Παύλος;»
Η αγωνία είναι καθαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της. Περνάω το χέρι μου γύρω από τους ώμους της.
«Ηρέμησε μάνα, όλα καλά»
Της χαμογελάω κιόλας, μπας και της φύγει η ένταση. Μα αυτή τίποτα, ασυγκίνητη!
«Στράτο, αν έκανες πάλι κάτι και δεν μου το λες....»
«Βρε μάνα, ηρέμησε σου είπα. Όλα καλά»
Με έχει πάρει με κακό μάτι μετά από την αποκάλυψη με την Ισμήνη. Που να ήξερε ότι η κατάσταση έχει προχωρήσει μεταξύ μας. Αλλά καλύτερα να κρατήσω το στόμα μου κλειστό, δεν θέλω μπελάδες πάνω απ' το κεφάλι μου.
«Ελπίζω να μου λες την αλήθεια κακομοίρη μου»
«Στράτο!»
Ξαφνικά, ακούω κάποιον απέξω να με φωνάζει. Κοιτάζω την μάνα μου.
«Να μου χεις εμπιστοσύνη»
Της ζητάω, πριν αφήσω ένα φιλί στο μάγουλο της. Εκείνη με ατενίζει έκπληκτη, ενώ εγώ βγαίνω έξω για την παραγγελία.

Ισμήνης POV

Στέκομαι ξανά μπροστά από το παράθυρο του δωματίου μου, τρίβοντας ασυναίσθητα τους ώμους μου. Όσο περνάνε τα λεπτά, η απόφαση μου γίνεται όλο και πιο αποδεκτή μες το μυαλό μου. Η σχέση μου με την Μιχάλη δεν τραβάει τελικά, σε κανένα μονοπάτι, σε καμία λύση. Εντάξει, μου προσέφερε ασφάλεια όλα αυτά τα χρόνια, μα δεν το θέλω πια αυτό, δεν το χρειάζομαι. Ίσως ακούγομαι τρελή, όμως έτσι αισθάνομαι. Ούτε το να μπλέξω με τον Στράτο είναι λογική απόφαση, το καταλαβαίνω. Ξαφνικά, ακούω τον ήχο του κινητού μου, που με ενημερώνει ότι έχω μια νέα κλήση. Πλησιάζω το κομοδίνο, ώστε να το μαζέψω. Δεν εκπλήσσομαι που βλέπω τον αριθμό της μάνας μου στην οθόνη.
«Επιτέλους! κάποιος με θυμήθηκε από αυτό το σπίτι»
Σαρκάζω, πλησιάζοντας ξανά το παράθυρο.
«Μήπως κάποια έχει νευράκια;»
Ένα αυθόρμητο γελάκι βγαίνει από τα χείλη μου.
«Όχι μαμά μου, είμαι μια χαρά ήρεμη»
Ίσως λιγάκι αναστατωμένη, μα όχι θυμωμένη.
«Για να με λες και μαμά μου.... φαντάζομαι ότι τα πράγματα πάνε πολύ καλά εκεί που είσαι»
Η αλήθεια είναι πως δεν βρήκα τον χρόνο να της μιλήσω, αν και θα το ήθελα όσο τίποτα άλλο. Χρειάζομαι κάποιον για να συζητήσω, να μοιραστώ το πρόβλημα μου.
«Το αποτέλεσμα βγήκε. Οι περισσότεροι ψήφισαν την μετεγκατάσταση»
Την ενημερώνω, χαζεύοντας τον σκοτεινό δρόμο της Κοζάνης.
«Ελπίζω αυτή τη φορά να γίνει κάτι»
Ξεφυσάω.
«Κι εγώ το ελπίζω μαμά»
Της λέω με ειλικρίνεια. Έχω λιγάκι τις επιφυλάξεις μου, μα δεν θέλω να είμαι και απαισιόδοξη.
«Σίγουρα είναι όλα καλά εκεί πάνω;»
Με ρωτάει, δίνοντας μου την εντύπωση ότι κάτι έχει αρχίσει να υποψιάζεται. Μάλλον προδίδω από μόνη μου τον εαυτό μου.
«Μαμά, όταν γυρίσω.... θέλω να μιλήσουμε»
Δεν περιμένω να μου αλλάξει γνώμη σχετικά με τον Μιχάλη, θέλω απλά να γνωρίζει, να μπορέσω επιτέλους να ξαλαφρώσω τον εαυτό μου από αυτό το βάρος.
«Να φανταστώ για κάτι πιο σοβαρό από την μετεγκατάσταση;»
Με ρωτάει. Δαγκώνω το κάτω χείλος μου.
«Πρόκειται για κάτι προσωπικό, κάτι που αφορά την ζωή μου»
Την ακούω να αναστενάζει από την άλλη γραμμή.
«Τότε τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά απ' ότι νόμιζα»
Ωραία, χαίρομαι που έχει αρχίσει να δημιουργεί δικές της υποθέσεις. Μα σίγουρα δεν θα περιμένει με τίποτα την αποκάλυψη που θα της κάνω.
«Τέλος πάντων, σε αφήνω να ξεκουραστώ. Θα τα πούμε το πρωί»
«Να προσέχεις αγάπη μου»
Εκπλήσσομαι με το αίτημα της.
«Εντάξει μαμά»
Λέω και μετά η γραμμή νεκρώνεται. Σπάνια ακούω την μάνα μου να είναι τόσο τρυφερή. Συνήθως προσπαθεί να είναι αστεία, έστω και με αυτό το μαύρο χιούμορ που έχει. Ένα μικρό χαμόγελο παιχνιδίζει στα χείλη μου. Είναι σαν να ξέρει ήδη τι σκέφτομαι, και με τον τρόπο της.... να μου δίνει κουράγιο. Γι' αυτό την λατρεύω την κυρά Αγάπη.

Η πτώσηWhere stories live. Discover now