Το συναίσθημα της εκδίκησης

160 17 0
                                    

Ισμήνης POV

Το ίδιο απόγευμα, βρίσκομαι ήδη στο σπίτι του Μιχάλη. Ξέρω ότι τώρα θα λείπει στο γραφείο, οπότε θα είμαι μόνη μου στο σπίτι, χωρίς τον φόβο ότι θα εμφανιστεί. Μπορεί να μην το παραδέχτηκα στον Στράτο, αλλά φοβάμαι. Έστω ένα μικρό κομμάτι μέσα μου, φοβάται. Την τελευταία φορά που βρεθήκαμε με τον Μιχάλη, μου φάνηκε σχεδόν.... επικίνδυνος. Ξεκλειδώνω την πόρτα και έπειτα την ανοίγω. Μπαίνω με αργά βήματα μέσα, κοιτάζοντας εξεταστικά τον χώρο. Όλα έχουν μείνει ίδια.
«Μιχάλη;»
Δεν παίρνω απάντηση. Αυτό μου δίνει ώθηση να προχωρήσω πιο μέσα.
«Μιχάλη;»
Επαναλαμβάνω. Κανένας ήχος, κανένα σημάδι ότι είναι εδώ. Με μεγάλες δρασκελιές, πηγαίνω στην κρεβατοκάμαρα. Ανοίγω τα ντουλάπια, για να βρω πρώτα τις βαλίτσες, και μετά να πετάξω μέσα τα ρούχα μου.

Μετά από μία ώρα περίπου, βρίσκομαι έξω από το δωμάτιο του Στράτου. Ανοίγει την πόρτα, με ένα στραβό χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπο του.
«Δεν περίμενα ότι θα το κάνεις όντως»
Παραδέχεται, παραμερίζοντας ταυτόχρονα ώστε να περάσω.
«Όταν παίρνω μια απόφαση, την στηρίζω»
Υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, κοιτάζοντας τον κατάματα.
«Δηλαδή τώρα.... θα είμαστε μαζί;»
Αναρωτιέται, πριν κλείσει την πόρτα και έρθει ακόμα πιο κοντά μου. Χαμογελάω.
«Μπορούμε να το προσπαθήσουμε, να το πάρουμε ξανά απ' την αρχή»
Προτείνω, εστιάζοντας το βλέμμα μου στα χείλη του. Χαμογελάει.
«Στράτος»
Λέει ξαφνικά, ενώ απλώνει το χέρι του προς εμένα. Γελάω πνιχτά.
«Ισμήνη»
Αποφασίζω να συμμετέχω σε αυτό το παιχνίδι γνωριμίας, και ανταλλάσω μια θερμή χειραψία μαζί του.
«Αν και για να μαι ειλικρινής... η πρώτη μας συνάντηση ήταν πιο ενδιαφέρουσα»
Υποστηρίζει, ανασηκώνοντας παιχνιδιάρικα το φρύδι του. Συγκρατώ το γέλιο μου.
«Ναι, όταν σε είδα να τρέχεις μέσα στο μαγαζί, και με το γιαούρτι στην πλάτη σου»
«Γιατί εσύ; που μπήκες μέσα και προσπαθούσες να μου πιάσεις την κουβέντα με τις ερωτήσεις σου;»
Τα μάτια μου γουρλώνουν από έκπληξη αλλά και από ευθυμία.
«Δεν προσπαθούσα να σου πιάσω κουβέντα! Χρειαζόμουν απλά κάποιες πληροφορίες για το χωριό»
Προσπαθώ να δικαιολογήσω τον εαυτό μου. Εκείνος χαμογελάει πονηρά.
«Μπορούσες να τις πάρεις από οποιονδήποτε εκεί πέρα, αλλά εσύ.... επέλεξες εμένα»
Λέει, παίρνοντας μια υπεροπτική έκφραση. Ξέρω ότι με πειράζει, αλλά αισθάνομαι ότι τα λόγια του... έχουν και μια δόση αλήθειας, πολύ μικρή βέβαια!
«Μήπως σου άρεσα από την αρχή και δεν το παραδέχεσαι;»
Αναρωτιέται με κέφι στον τόνο της φωνής του, ανασηκώνοντας πάλι το φρύδι του. Ρουθουνίζω.
«Δεν περίμενα να ήσουν τόσο ψωνισμένος. Σε είχα για πιο ντροπαλό»
Πετάω περιπαιχτικά, μετακινώντας την βαλίτσα μου κοντά στην ντουλάπα του δωματίου..
«Σου είναι δύσκολο να εκφραστείς τελικά»
Με εκπλήσσει η παρατήρηση του. Κανείς δεν μου το χει πει ως τώρα αυτό. Γυρίζω για να τον ξανά κοιτάξω.
«Είναι ένα μάθημα που δεν το έχω μάθει καλά»
Του το παραδέχομαι. Άλλωστε δεν έχω και τίποτα να του κρύψω πια. Μάλλον ούτε με τον Μιχάλη υπήρξα ειλικρινής, σε πολλά πράγματα. Δεν θα επαναλάβω κι εδώ το ίδιο λάθος.
«Θα το μάθουμε τότε μαζί, αν το θες βέβαια»
Προτείνει, ενώ έρχεται με μεγάλες δρασκελιές κοντά μου.
«Έχεις κι εσύ πολλά να με διδάξεις»
Προσθέτει, με το χέρι του να αγγίζει τρυφερά το δικό μου. Χαμογελάω ξανά.
«Εύχομαι μόνο να έχουμε χρόνο για να μάθουμε»
Και αυτή είναι μια ευχή που βγαίνει μέσα από την ψυχή μου. Τον κοιτάζω κατάματα, για να ανακαλύψω το τρυφερό χαμόγελο που κοσμεί πλέον τα χείλη του.
«Θα τον έχουμε γαλανομάτα μου, θα τον έχουμε»
Με διαβεβαιώνει, πριν ακουμπήσει απαλά τα χείλη του στα δικά μου. Φιλιόμαστε αργά, γλυκά, κι όλα ξεχνιούνται. Η πολιτική μου καριέρα, το ότι αυτός μένει αλλού κι εγώ εδώ, ο χωρισμός μου με τον Μιχάλη, η μάνα μου, τα πάντα. Όλα αυτά καταρρέουν, και χτίζεται ένας νέος κόσμος γύρω μου, ένας κόσμος που γυρίζει σε μια άλλη τροχιά, που ονομάζεται: Στράτος.

Την ίδια ώρα.
Μιχάλης POV

Μπαίνω μέσα στο σπίτι, αφήνοντας τα κλειδιά μου στο έπιπλο. Ήταν μια κουραστική ημέρα στο γραφείο. Λύνω την γραβάτα μου, καθώς προχωράω στο σαλόνι. Τότε παρατηρώ ότι κάτι έχει αλλάξει εδώ μέσα. Το φως του σαλονιού δεν το είχα αφήσει ανοιχτό. Η Ισμήνη! Αμέσως τρέχω μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Τα φύλλα της ντουλάπας είναι ανοιχτά, και τα ρούχα της λείπουν. Γαμώτο, ήρθε και πήρε τα πράγματα της! Νιώθω την φλέβα στο μέτωπο μου να πάλλεται γρήγορα. Αμέσως βγάζω το τηλέφωνο από την τσέπη μου, ώστε να την καλέσω.
«Παρακαλώ»
«Ήρθε. Πήρε τα πράγματα της κι έφυγε από το σπίτι»
Την ενημερώνω, περπατώντας πέρα δώθε τώρα μέσα στο δωμάτιο, μήπως πήρε και τίποτα άλλο εκτός από τα ρούχα της;
«Και τώρα που είναι;»
Ρουθουνίζω ειρωνικά. Λες και δεν ξέρει!
«Προφανώς με τον αγρότη»
«Αν θες να με ακούσεις, άστην ήσυχη. Ίσως με τον χρόνο να γυρίσει κοντά σου»
Τα λόγια της με τρελαίνουν ακόμα περισσότερο.
«Τι λες; καταλαβαίνεις τι μου λες; Χάνω την γυναίκα μου ρε γαμώτο, κι εσύ μου λες να της δώσω το ελεύθερο να με κερατώσει με εκείνον τον ασήμαντο;»
Ξεφεύγω από τον έλεγχο του εαυτού μου, και το καταλαβαίνω. Κλείνω τα μάτια, παίρνοντας μερικές βαθιές ανάσες. Όχι ότι αυτό με βοηθάει, ίσα ίσα που με κάνει χειρότερα.
«Μην την πιέσεις, δεν θα βγει σε καλό. Άκουσε με και δε...»
Κλείνω την γραμμή, πριν προλάβει να ολοκληρώσει.
«Γαμώ το φελέκι μου γαμώ»
Μουρμουρίζω, ξεκουμπώνοντας παράλληλα τα τρία πρώτα κουμπιά από το πουκάμισο μου. Θα τον βρω αυτόν τον πούστη τον αγρότη, και θα τον κάνω να φύγει τρέχοντας από την Αθήνα, αλλά και από την ζωή της Ισμήνης. Ένα ειρωνικό γελάκι ξεφεύγει από τα χείλη μου. Για να δούμε πόσο μάγκας είναι αυτός ο τύπος.

Η πτώσηWhere stories live. Discover now