Μου χρωστάς!

124 16 0
                                    

Το επόμενο πρωί.
Αγάπης POV

«Γαμώ το κέρατο μου! Συνειδητοποιείς τι έκανες; την έστειλες κατευθείαν στην αγκαλιά αυτού του γελοίου του αγρότη!»
Ο Μιχάλης δείχνει πραγματικά έξαλλος μαζί μου. Δεν πολύ δίνω σημασία, ξέρω ότι σε λίγο θα ξεθυμάνει.
«Σε είχα για πιο έξυπνη»
Σχολιάζει με κάπως πιο ήπια φωνή τώρα. Πιστεύω ότι σιγά σιγά θα αρχίσει να ηρεμεί. Πίνω λίγο από τον καφέ μου.
«Με ποια λογική το έκανες αυτό, ε; Απάντησε μου, με ποια;»
Τελικά δεν ήταν να κρατήσει για πολύ η χαρά μου. Γυρίζω το κεφάλι μου στο πλάι και τον κοιτάζω.
«Δεν με παρατάς λέω εγώ Μιχάλη. Στην τελική, δικό σου ήταν το λάθος, εσύ την άφησες να σου ξεφύγει»
Επιτέλους το είπα και ανακουφίστηκα! Το πρόσωπο του σκληραίνει.
«Να σου θυμίσω ότι έχουμε μια συμφωνία; Μου χρωστάς Αγάπη! Ακόμη και τώρα μου χρωστάς!»
Επιμένει, χτυπώντας παράλληλα το χέρι του στο τραπέζι. Αφήνω έναν αναστεναγμό απελπισίας.
«Κάθε φορά το ίδιο επιχείρημα»
Που ανάθεμα την ώρα και την στιγμή που δέχτηκα την βοήθεια του, ανάθεμα! Αν είχα μιλήσει τότε στην Ισμήνη, τώρα σίγουρα θα είχαν αλλάξει πάρα πολλά.
«Απλώς σου υπενθυμίζω το τι ρόλο παίζω στην ζωή σου»
Λέει με σιγανό, απειλητικό τόνο. Τον λοξοκοιτάζω υπεροπτικά.
«Αν είσαι άξιος να την κρατήσεις, τότε θα την έχεις. Η κόρη μου δεν είναι σκύλος, να της χτυπάω παλαμάκια και να γυρίζει σε μένα με κουνιστή ουρά»
Άθελά μου, ανεβάζω τον τόνο της φωνής μου. Εκείνος σκύβει πάνω από το τραπέζι, εστιάζοντας έντονα τα μάτια του στα δικά μου.
«Αν δεν κάνεις κάτι, τότε θα τα μάθει όλα, και τότε θα δούμε ποιος είναι ο σκύλος»
Η απειλή του είναι ξεκάθαρη. Τον παρακολουθώ να φεύγει από το σπίτι μου, αφήνοντας με μόνη και θυμωμένη. Ανάθεμα την ώρα και την στιγμή, ανάθεμα ανάθεμα!

Την ίδια ώρα.
Στράτος POV

Ξυπνάω, εξαιτίας του ήλιου που μπαίνει ορμητικά μέσα από το παράθυρο του δωματίου. Γαμώτο, γιατί το ξεχνάω συνέχεια αυτό; Με βαριά βήματα, σηκώνομαι ώστε να κλείσω το παντζούρι. Ακούω την Ισμήνη από το κρεβάτι να μουρμουρίζει.
«Μωρό μου;»
Λέω καθώς επιστρέφω στο κρεβάτι, δίπλα της. Αμέσως με σκεπάζει με το πάπλωμα, πριν κουλουριαστεί στο πλευρό μου σαν κισσός. Γελάω πνιχτά.
«Σε ξύπνησα;»
Αναρωτιέμαι. Κρατάει τα μάτια της κλειστά.
«Λίγο»
Λέει με βραχνή φωνή ακόμα από τον ύπνο. Την φιλάω στο μέτωπο.
«Κοιμήσου»
Προτείνω ενώ τυλίγω τα χέρια μου γύρω της. Τώρα είμαστε ένα πραγματικό κουβάρι, με το πάπλωμα να μας ζεσταίνει. Δεν με πειράζει όμως. Έτσι θέλω να ξυπνάμε κάθε μετά, με αγκαλιές, χάδια, φιλιά, όλα. Την φιλάω στα μαλλιά, εισπνέοντας το υπέροχο άρωμα της. Χαίρομαι τόσο πολύ που τα σκεπάσματα θα έχουν την μυρωδιά της για το υπόλοιπο της ημέρας. Βέβαια αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι θα μου λείψει αφόρητα. Μάλλον δεν αντέχω ούτε δευτερόλεπτο πλέον μακριά της. Η φούσκα μας όμως σπάει, την στιγμή που ακούω το τηλέφωνο μου.
«Ωχ, αυτή είναι η μάνα μου»
Μουρμουρίζω με ενοχή, καθώς απλώνω το χέρι μου στο κομοδίνο, ψάχνοντας στα τυφλά για την συσκευή μου. Αφού βρω το κινητό, το ακουμπάω στο αυτί μου.
«Ναι»
«Ωραίες οι διακοπές;»
«Τουλάχιστον αυτήν την φορά σας ενημέρωσα»
Λέω αμέσως, θέλοντας να της κόψω την φόρα.
«Μαζί της είσαι;»
Με ρωτάει ευθέως. Κοιτάζω την Ισμήνη, η οποία τώρα τρίβει τα μάτια της.
«Αφού το ξέρεις, τι με ρωτάς;»
«Γιατί κάνεις συνέχεια του κεφαλιού σου βρε αγόρι μου; αφού ξέρεις ότι δεν θα σε βγάλει πουθενά αυτή η τρέλα»
Η απελπισία έχει αλλοιώσει ξαφνικά την φωνή της. Κρύβω τα μάτια με την παλάμη μου, αφήνοντας παράλληλα ένα επιφώνημα κούρασης.
«Μαμά, σε παρακαλώ, όχι τόσο πρωί. Άσε με πρώτα να ξυπνήσω και μετά βρίσε με όσο θες»
Αν και ούτε τότε θα μου φανεί ευχάριστο.
«Να μαζέψεις τα πράγματα σου και να γυρίσεις στο σπίτι σου, μ' ακούς;»
Πριν προλάβω να απαντήσω, μου το έχει ήδη κλείσει. Αφήνω την συσκευή μου ξανά πίσω στο κομοδίνο.
«Η μαμά σου;»
Με ρωτάει ξαφνικά η Ισμήνη.
«Την άκουσες;»
Αντιγυρίζω, στηρίζοντας το βάρος στον αγκώνα μου, και το κεφάλι στην παλάμη μου. Τώρα έχει ανοίξει τα μάτια της και με παρατηρεί, εντελώς σοβαρή.
«Έχει δίκιο»
Κατσουφιάζω.
«Από που βγήκε τώρα ξαφνικά αυτό;»
Αναρωτιέμαι, με παιχνιδιάρικο τόνο. Εκείνη όμως δεν δείχνει κανένα ίχνος διασκέδασης.
«Στράτο, εκεί είναι η ζωή σου, στο χωριό, όχι εδώ»
Αμέσως το χέρι μου πιάνει μαλακά το δικό της.
«Είμαι ακόμα πολύ νέος για να αποφασίσω το που είναι η ζωή μου»
Λέω με απόλυτη ψυχραιμία. Ξεφυσάει.
«Τελικά δεν θα είναι καθόλου εύκολο»
Μουρμουρίζει, περισσότερο στον εαυτό της, παρά σε μένα.
«Ε και; καλύτερα. Έτσι είναι και πιο ενδιαφέρον. Δεν πρόκειται να βαρεθούμε ποτέ!»
Με κοιτάζει, προσπαθώντας να κρύψει την ευθυμία της. Χαμογελάω στραβά.
«Μην τα παίρνεις όλα τόσο σοβαρά γαλανομάτα μου»
Της ζητάω με χαμηλή φωνή, ενώ παράλληλα ακουμπάω το ελεύθερο χέρι μου στο μάγουλο της. Το άγγιγμα μου δείχνει να την αποσυντονίζει.
«Είμαστε τόσο παρορμητικοί»
«Είμαστε ερωτευμένοι!»
Την διορθώνω, πριν αφήσω ένα απαλό φιλί στα χείλη της.
«Έλα, άστα τώρα αυτά και πάμε να φάμε ένα καλό πρωινό. Μας περιμένει βαριά ημέρα»
Αυτό τουλάχιστον το αναγνωρίζω. Αυτή τη φορά με φιλάει εκείνη, και μετά σηκώνεται σβέλτα από το κρεβάτι. Ένα αυθόρμητο γελάκι ξεφεύγει από τα χείλη μου.

Η πτώσηΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα