Κεφάλαιο 11ο

319 21 0
                                    


Αναστασία

 Το πάρτι χθες ήταν πολύ όμορφο. Φάγαμε, μιλήσαμε, γελάσαμε και χορέψαμε. Πέρασα τόσο ωραία που για λίγο είχα ξεχάσει τους γονείς μου και όλο αυτό που έγινε πριν δύο βράδια.

Ούτε εγώ περίμενα τόση αδιαφορία από τους ίδιους μου τους γονείς. Προσπαθώ να φανώ δυνατή αλλά με πονάει όλο αυτό. Γονείς μου είναι και εγώ παιδί τους...θα έπρεπε να με προστατεύουν και να ανησυχούν για εμένα, αυτό κάνουν όλοι οι γονείς αλλά οι δικοί μου...οι δικοί μου γονείς δε με θέλουν.

Όχι όμως, δε πρόκειται να φανώ αδύναμη. Εξάλλου πλέον δεν είμαι μόνη ή τουλάχιστον δεν αισθάνομαι μόνη. Ο Άρης είπε ότι δε θα αφήσει τίποτα να με πειράξει. Η αλήθεια είναι ότι μ'άρεσε αυτό που είπε. Πόσο το εννοεί βέβαια δεν γνωρίζω αλλά φάνηκε ειλικρινής.
Όσο σκέφτομαι το φιλί που ανταλλάξαμε στο αυτοκίνητο τόσο πιο πολύ θέλω να το ξανακάνω. Αυτός ο άνθρωπος με ξεσηκώνει ολόκληρη. Μόνο με ένα άγγιγμά του και τρέμω, χάνω τον έλεγχο. Το σώμα, το κορμί μου αντιδράει από μόνο του σαν να αναγνωρίζει το άγγιγμά του.
Άμα δε μας είχε διακόψει το κινητό δεν ξέρω που θα είχε κατάληξη όλο αυτό. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δε θα σταματούσα. Δεν ήθελα να σταματήσω. Με αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκα.

Το επόμενο πρωί, βασικά μεσημέρι που σηκώθηκα δε βρήκα κανένα σπίτι. Δεν ξέρω που πήγαν όλοι όχι ότι με ενημερώνουν κιόλας. Πάω στην κουζίνα να ετοιμάσω μεσημεριανό για να απασχοληθώ με κάτι. Έβαλα μουσική, γιατί χωρίς μουσική δε γίνεται τίποτα και άρχισα το μαγείρεμα.

«Τι μυρίζει έτσι ωραία;» ρωτάει ο Βασίλης ενώ κάθεται στην καρέκλα.
Γυρίζω και βλέπω το Βασίλη, το Στέφανο και την Αλίκη να κάθονται στο τραπέζι.

«Κοτόπουλο με πατάτες έκανα και μόλις βγήκαν. Να σας βάλω;» τους ρωτάω με ανυπομονησία. Θέλω να δω άμα θα τους αρέσει το φαγητό μου μιας και είναι πρώτη φορά που τους μαγειρεύω.

«Το ρωτάς; Εννοείται. Θέλω μπούτι, το στήθος είναι στεγνό δε μ'αρέσει.» λέει ο Βασίλης και βγάζει δύο μπύρες από το ψυγείο.

«Εγώ ξέρω Βασίλη ότι και το στήθος το απολαμβάνεις.» απαντάει ο Στέφανος με ένα πονηρό χαμόγελο. Φυσικά, δεν εννοούσε το κοτόπουλο.

«Που τη βρίσκεται την όρεξη για αστεία πραγματικά απορώ. Είμαι πτώμα.» λέει η Αλίκη πιάνοντας το κεφάλι της. Μάλλον, έχει πονοκέφαλο.

«Που ήσασταν; Όταν σηκώθηκα δε βρήκα κανένα σπίτι.» ρωτάω ενώ σερβίρω το φαγητό.

«Δουλειές.» λέει ο Στέφανος. Η αλήθεια είναι ότι όλοι φαίνονται κουρασμένοι.

Διεφθαρμένοι ΆγγελοιWhere stories live. Discover now