Άνοιξε πόρτα!

13 2 0
                                    

 Οι τοίχοι του σπιτιού ξαφνικά έγιναν μικροί, δεν με χωρούσε ο τόπος. Ντύθηκα και ήμουν έτοιμη να φύγω για το νοσοκομείο, έπρεπε να δω με τα μάτια μου, να ακούσω με τα αυτιά μου πως είχαν τα πράγματα.

Η αλήθεια με προσγείωσε απότομα, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα!

Ήταν στην εντατική, δεν θα με άφηναν να την δω, δεν είχα την επιλογή να μιλήσω με γιατρό.

Η εντατική είχε τους δικούς της κανόνες, κανείς πίσω από εκείνη την πόρτα δεν θα νοιαζόταν αν εγώ έτρεμα, αν ήθελα απεγνωσμένα να μάθω για την μητέρα μου.

Εδώ που τα λέμε, καλά έκαναν, δεν γινόταν να σταματούν αυτό που έκαναν για να τους απασχολώ εγώ με τις ανησυχίες μου.

Έπρεπε να δείξω αυτοκυριαρχία, δεν έπρεπε να αφήσω όλο αυτό που ένιωθα να με καταπιεί. 

 Ποτέ δεν κατάλαβα πως κατάφερα να ειδοποιήσω όσους έπρεπε, το μυαλό μου είχε μπει σε εγρήγορση δίχως όμως να ακολουθεί καμία άλλη λειτουργία.

Το σπίτι μου ξαφνικά γέμισε κόσμο, κανείς δεν ρωτούσε τίποτα, όλοι έπιασαν από κάτι να κάνουν. 

Δεν γινόταν να συνεχίσω, προτίμησα τον γνωστό μου τρόπο, το χαπάκι που τόσο καιρό έπινα, αλήθεια γιατί το έπινα; Τώρα κατάλαβα πως ο μόνος λόγος ήταν από αδυναμία, δεν είχα δει τα δύσκολα, είχα απλά πάντα την επιθυμία να φεύγω απ' ότι δεν μπορούσα να αντιμετωπίσω, και τι ήταν αυτό που δεν μπορούσα να αντιμετωπίσω; Η ζωή που εγώ η ίδια είχα επιλέξει.

 Έκλεισα τα μάτια και απλά ευχόμουν όταν τα ανοίξω όλο αυτό να μην ανήκει στην πραγματικότητα.

Όλα ήταν εκεί δυόμιση ώρες μετά, και εγώ έτοιμη να ριχτώ με τα μούτρα στο άγνωστο.

 Είμασταν με τον πατέρα μου δυο ώρες, δεν καταλάβαμε πως πέρασαν.

Απλά κοιτούσαμε την πόρτα της εντατικής, την κοιτούσαμε και περιμέναμε να ανοίξει, να βγει κάποιος και να μας φωνάξει.

Τίποτα δεν γινόταν, οι ώρες κυλούσαν και κανείς δεν έλεγε να εμφανιστεί.

Δίπλα μου, να με στηρίζουν και να λιώνουν μέρος των παπουτσιών τους η Ιουλία με την Κατερίνα. Αν δεν τις είχα εκείνες τις στιγμές νομίζω πως θα είχα καταρρεύσει.

 Ήταν πέντε το απόγευμα όταν η πόρτα άνοιξε και άκουσα να φωνάζουν για την μητέρα μου, τα πόδια μου δεν υπάκουαν το υπόλοιπο σώμα, μόνα τους πήραν την απόφαση και πλησίασαν.

Το βλέμμα μου αυθόρμητα γύρισε στον πατέρα μου, δεν ήταν ο δικός μου μπαμπάς.

Με κοιτούσε σα να με παρακαλούσε να ακούσω τι είχε να μας πει ο γιατρός, σα να άφηνε επάνω μου το βάρος της όλης κατάστασης.

Δεν υπήρχαν επιλογές, για πρώτη φορά έπρεπε να στηρίξω εγώ κάποιον άλλο, εγώ που μέχρι εχθές πνιγόμουν στα καθημερινά, απλά προβλήματα της ζωής μου, τώρα έπρεπε να δείξω δύναμη και θάρρος, τα είχα;

 Οι στιγμές, τα μικρά αυτά δευτερόλεπτα που το σύμπαν αποφασίζει μα τα κάνει όλα μπάχαλο τελικά μας αλλάζουν, μας διαμορφώνουν. 

Είναι εκείνες οι στιγμές που πρέπει να διαλέξεις με ποια πλευρά θα πορευτείς, καμιά φορά είναι μονόδρομος, πρέπει να σηκώσεις τα μανίκια και να φανείς δυνατός.

Εγώ από εκείνη την στιγμή όχι μόνο έπρεπε να φανώ, έπρεπε και να είμαι!

 Μικρές διάσπαρτες κουβέντες έτρεχαν στο μυαλό μου, οξύ έμφραγμα, ανεπάρκεια καρδιάς, ανακοπή, τι γίνεται αναρωτήθηκα, σε εμάς τα λέει;

Το μόνο που κράτησα ήταν ότι σε πέντε λεπτά θα έμπαινα να την δω, όλα τα άλλα δεν με αφορούσαν, τα τοποθέτησα κάπου πίσω από το μυαλό μου, σε κουτάκια με ανεπιθύμητα, με την ελπίδα ότι δεν θα χρειαζόταν να τα ανοίξω ποτέ μου. 



Λίγο πριν τρελαθώ...Where stories live. Discover now