Κεφάλαιο 2ο

44.3K 2.9K 454
                                    

Η λαβή του ήταν πολύ σκληρή.

Ρόλαρα τα μάτια.

Με την άκρη του ματιού μου είδα τον Φίλιππο στην άλλη πλευρά του δρόμου.
Μου ένεψε σχηματίζοντας ένα κύκλο με το χέρι του.

Ήταν ο κωδικός μας για όταν κάτι πήγαινε πολύ στραβά.

Γέλασα διακριτικά και του έκλεισα το μάτι.

Με μια κίνηση, έδωσα μια αγκωνιά στο ευαίσθητο σημείο του μπάτσου κι έτρεξα μακριά αρπάζοντας και την τσάντα μου. Άκουσα ένα βογγητό πόνου πριν χαθώ στο στρίψιμο.

Ήξερα καλά αυτούς τους δρόμους, έτρεξα μέχρι μια καγκελόπορτα την οποία σκαρφάλωσα και όταν πέρασα από την άλλη ένιωσα ασφάλεια γιατί αποκλείεται να με βρει.

Έτρεξα για παν ενδεχόμενο μέχρι την αποθήκη στην οποία συνηθίζαμε να αράζουμε με τον Φίλιππο και την Άννα, την αδελφή του.

Μπήκα μέσα κι έσυρα την πόρτα για να κλείσει.

Πήρα το κινητό μου και σχημάτισα τον αριθμό του Φίλιππου.

"Που είσαι;" ρώτησα.

"Εσύ που είσαι;" ρώτησε.

"Στην αποθήκη" απάντησα. "Κόψε τον κώλο σου κι έλα εδώ"

Ξάπλωσα με φόρα στον καναπέ και άναψα ένα τσιγάρο. Έκανα την τρίτη τζούρα όταν άνοιξε η πόρτα με ένα ενοχλητικό ήχο.

"Τρελάθηκες;" με ρώτησε ο Φίλιππος ρίχνοντας μια μπουκάλα μπύρας που βρισκόταν στο παλιό τραπεζάκι, στο πάτωμα σπάζοντας την.

"Να σου πω, άμα θες να φωνάξεις σε κανέναν ουστ απ' εδώ" φώναξα πίσω.

"Σου είπα πως έπρεπε να φύγεις ρε 'συ Αντριάνα" συνέχισε ακάθεκτος.

"Και το έκανα, δεν το έκανα;" απάντησα ειρωνικά.

"Ναι, με τον μπάτσο να ψάχνει όλη την γειτονιά τώρα"

"Ω, έλα τώρα" είπα υποτιμητικά. "Πόσες φορές οι μπάτσοι νόμιζαν πως μας έπιασαν;"

Κάθισε στον καναπέ με φόρα κι άναψε ένα τσιγάρο.

"Απόψε να είσαι έτοιμη στις 9" είπε. "Θα πάμε στο μπαρ"

Τον κοίταξα απότομα.

"Πάλι; Την περασμένη βδομάδα πήγαμε"

"Και καταφέραμε να την κάνουμε με 300 ευρώ" αποκρίθηκε. "Σήμερα θα βγάλουμε ακόμη περισσότερα"

Δεν απάντησα και σηκώθηκα από τον καναπέ με ένα άλμα.

"Που πας;" με ρώτησε.

Μπάτσο, μωρό μου!Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα