Κεφάλαιο 64ο

30.3K 2.4K 694
                                    

"Ξύπνα" άκουσα την φωνή του θείου κι αμέσως μετά με τύφλωσε το φως του ήλιου.

Πριν προλάβω να χώσω το πρόσωπο στα μαξιλάρια και να κοιμηθώ ξανά, βρέθηκα στο πάτωμα.

"Παναγία μου! Καλέ θείε, σιγά"

"Τι σιγά ρε Αντριανή, .."

"Αντριάνα!" τον διόρθωσα για εκατοστή φορά την τελευταία βδομάδα.

Ακούς εκεί Αντριανή.

Ευτυχώς που δεν θυμήθηκε και το Αντριανέλα που μου είχε κολλήσει όταν ήμουν 10.

Και το χειρότερο; Τότε νόμιζα πως ήταν cool.

Και μη χειρότερα!

"Γιατί με ξυπνάς..." αναφώνησα και κοίταξα την οθόνη του κινητού μου.

Γούρλωσα τα μάτια.

"Ιιιιιιι, 5 η ώρα το πρωί!"

"5 είναι τώρα. Μέχρι να ετοιμαστείς θα γίνει 6 παρά και τα ψάρια μας περιμένουν στο καΐκι"

"Ε ας περιμένουν, φοβάσαι μην πάνε πουθενά;" παραπονέθηκα αγκαλιάζοντας το μαξιλάρι.

Μέχρι τις 11 έπλενα πιάτα στο ταβερνάκι του. Κατάλαβες; Ήρθαμε εδώ να ηρεμήσουμε και μας έκανε πιατοπλύστρα.

"Μωρέ σήκω" είπε ξανά. "Άμα πάω να φέρω ένα κουβά νερό και σ' το λούσω θα μάθεις"

Τι γλυκός ο θείος.

"Θείε θα σε πνίξω στον γιαλό, άσε με να κοιμηθώ"

Έκανα και ρίμα.

"Τον θαλασσόλυκο θα πνίξεις μάνα μου;" ρώτησε γεμάτος ειρωνία.

"Μμ πρόσεχε καπετάνιε" μονολόγησα και ανακάθισα στο κρεβάτι. "Ε φύγε να ετοιμαστώ!" είπα και του έριξα το μαξιλάρι.

Έκλεισε την πόρτα πίσω του. Δυσανασχετώντας, άρχισα να αλλάζω ρούχα. Κάνει και μια ζέστη! Εντάξει, στο σπίτι ήταν χειρότερα. Φόρεσα ένα από τα αμάνικα μου κι ένα κοντό.

Ψαρίλα θα μυρίζω πάλι. Ψαρίλα και αλμύρα.

Βγήκα από το μπάνιο και μπήκα στην κουζίνα.

"Έτοιμη είσαι;" ρώτησε κρατώντας 2 ψάθινα καπέλα.

"Έτοιμη, σε ποιο εστιατόριο θα με βγάλεις κύριε Δημήτρη;" ρώτησα ειρωνικά.

"Όλο εξυπνάδες, τέτοια σας μαθαίνουν στα σχολεία;"

Γέλασα πνιχτά.

Άρπαξα ένα μήλο απ' τον πάγκο. Το καθάρισα συνοπτικά με την άκρη της μπλούζας μου.

Μπάτσο, μωρό μου!Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα